ἀμφίπυρος

From LSJ
Revision as of 06:52, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (3)

τέλος δεδωκώς Xθύλου, σoι χάριν φέρω → having given the end of Cthulhu, I confer a favor on you

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀμφίπῠρος Medium diacritics: ἀμφίπυρος Low diacritics: αμφίπυρος Capitals: ΑΜΦΙΠΥΡΟΣ
Transliteration A: amphípyros Transliteration B: amphipyros Transliteration C: amfipyros Beta Code: a)mfi/puros

English (LSJ)

ον, (πῦρ)

   A with fire at each end, of the double-pointed thunderbolt, E.Ion212; βροντά Id.Hipp.559; δειράδες Παρνασοῦ . . ἵνα Βάκχιος ἀμφιπύρους ἀνέχων πεύκας . . πηδᾶ with twin fires, of two peaks of Parnassus, Id.Ion716; of Artemis as bearing a torch in either hand, S.Tr.214 (lyr.).    II with fire all round, τρίποδες Id.Aj.1405.

German (Pape)

[Seite 142] rings von Feuer umgeben, umflammt, Soph., τρίπους Ai. 1384; Tr. 213 Artemis, mit zwei Fackeln; Eur., κεραυνός Ion 213 ch.; βροντή Hipp. 559; πεῦκαι Ion 716.

Greek (Liddell-Scott)

ἀμφίπῠρος: ον (πῦρ) ὁ ἔχων πῦρ εἰς ἑκάτερον ἄκρον, ἐπὶ τοῦ διπλῆν ἔχοντος αἰχμὴν κεραυνοῦ. Εὐρ. Ἴων 213· δειράδες Παρνασσοῦ ..., ἵνα Βάκχιος ἀμφυπύρους ἀνέχων πεύκας ... πηδᾷ, ἐν ἀναφορᾷ πρὸς τὰς δύο κορυφὰς τοῦ Παρνασσοῦ (πρβλ. δίλοφος, δικόρυφος), αὐτόθι 716· οὕτως ἐν Σοφ. Τρ. 214, ἐπίθ. τῆς Ἀρτέμιδος ὡς φερούσης πυρσὸν ἐν ἑκατέρᾳ χειρί, πρβλ. Ο. Τ. 206. ΙΙ. ὁ περιβαλλόμενος ὑπὸ πυρός, τρίποδες Σοφ. Αἴ. 1405 (πρβλ. ἀμφιβαίνω ΙΙ.).

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 qui est en feu tout autour ; ἀμφίπυρος βροντά EUR le foudre enflammé, càd Zeus armé du foudre;
2 qui porte une torche dans chaque main (Artémis).
Étymologie: ἀμφί, πῦρ.

Spanish (DGE)

(ἀμφίπῠρος) -ον
I 1que lleva fuego en ambas puntas κεραυνός E.Io 212, βροντά E.Hipp.559, φλογμός E.Hec.473, cf. Sch.ad loc.
2 que lleva antorchas en las dos manos Ἄρτεμις S.Tr.214, ἀ. ἀνέχων πεύκας blandiendo una antorcha en cada mano E.Io 716.
II lamido por el fuego en torno τρίπους S.Ai.1405.

Greek Monolingual

ἀμφίπυρος, -ον (Α)
1. αυτός που έχει φωτιά στα δύο του άκρα
2. αυτός που φλέγεται ολόγυρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμφι- + -πυρος < πῦρ].