Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ἀντίπορος

From LSJ
Revision as of 06:55, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (5)

Ὀίκοι μένειν δεῖ τὸν καλῶς εὐδαίμονα → The person who is well satisfied should stay at home.

Aeschylus, fr. 317
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀντίπορος Medium diacritics: ἀντίπορος Low diacritics: αντίπορος Capitals: ΑΝΤΙΠΟΡΟΣ
Transliteration A: antíporos Transliteration B: antiporos Transliteration C: antiporos Beta Code: a)nti/poros

English (LSJ)

ον,

   A = ἀντίπορθμος, on the opposite coast, ἐς ἀ. γείτονα χώραν, i.e. Europe, as separated by a strait from Asia, A.Pers.66, cf. Supp.544, E.Med.210; Ἄρτεμιν Χαλκίδος ἀντίπορον, i.e. her templeat Aulis over against Chalcis in Euboea, Id.IA1494 (all lyr. passages): —in X.An.4.2.18 τὸν ἀ. λόφον τῷ μαστῷ, simply, over against, opposite to.

German (Pape)

[Seite 259] gegenüber, bes. jenseit des Meeres gelegen, Aesch. Pers. 67 Suppl. 539 Eur. I. A. 1493; allgemeiner, λόφος ἀντίπορος μαστῷ Xen. An. 4, 2, 18; vgl. Arr. An. 4, 27, 3, wo die Lesart der Handschriften ἀντίῤῥοπος richtig von Schneider geändert ist.

Greek (Liddell-Scott)

ἀντίπορος: -ον, ὡς τὸ ἀντίπορθμος, ὁ ἐπὶ τῆς ἀπέναντι ἀκτῆς, πεπέρακεν μὲν ὁ ... βασίλειος στρατὸς εἰς ἀντίπορον γείτονα χώραν, δηλ. τὴν Εὐρώπην ὡς κεχωρισμένην ἀπὸ τῆς Ἀσίας διὰ τοῦ Ἑλλησπόντου, Αἰσχύλ. Πέρσ. 66, πρβλ. Ἱκ. 544, Εὐρ. Μήδ. 210· οὕτως, Ἄρτεμιν Χαλκίδος ἀντίπορον, ὅ ἐ. ὁ ναὸς αὐτῆς ἐν Αυλίδι κατὰ τὸ ἀπέναντι μέρος τῆς Χαλκίδος ἐν Εὐβοίᾳ, ὁ αὐτ. Ι. Α. 1494, πάντα χωρία λυρικά· ― ἐν Ξεν. Ἀν. 4 2, 18 τὸν ἀντ. λόφον τῷ μαστῷ σημαίνει ἁπλῶς, τὸν ἀπέναντι.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 situé sur la rive opposée;
2 situé en face de, gén..
Étymologie: ἀντί, πόρος.

Spanish (DGE)

-ον
1 situado al otro lado del estrecho, en la costa opuestaεἰς ἀντίπορον γείτονα χώραν a la tierra vecina que está en la otra ribera (del Helesponto), A.Pers.66, Ἄρτεμιν Χαλκίδος ἀντίπορον Ártemis que reside frente a Cálcide (al otro lado del Euripo), E.IA 1494, πατρίς Musae.215, cf. A.Supp.544, E.Med.210.
2 situado en frente de c. dat. οἱ βάρβαροι ἧκον ἐπ' ἀντίπορον λόφον τῷ μαστῷ X.An.4.2.18
de las miradas de frente καὶ θεὸν αὐτογένεθλον ἐν ἀντιπόροισιν ὀπωπαῖς οὔποτέ τις σκοπίαζεν Nonn.Par.Eu.Io.1.18.
3 de los vientos contrario ἀντίποροις βακχεύετο πόντος ἀέλλαις Nonn.D.32.154, cf. 5.54, Par.Eu.Io.6.18.

Greek Monolingual

ἀντίπορος, -ον (Α)
1. αυτός που βρίσκεται στην απέναντι ακτή
2. φρ. «ἀντίπορος λόφος» — ο απέναντι λόφος.