ἀντίπορθμος
English (LSJ)
ἀντίπορθμον, over the straits, ἠπείροιν δυοῖν πεδία plains on opposite sides of the straits, E.Ion1585; Πελοπίας χθονὸς ἐν ἀντιπόρθμοις in the parts opposite Peloponnesus, Id.Fr.515, cf. Arist.Mu.392b23, Lyc.1071: c. dat., Str.8.6.21.
Spanish (DGE)
-ον
situado al otro lado del estrecho c. gen. ἀντίπορθμα δ' ἠπείροιν δυοῖν πεδία llanuras en los lados contrarios de dos continentes E.Io 1585, c. dat. ἀ. τῇ Φωκίδι Str.8.6.21
•subst. τὰ ἀ. región situada en el lado opuesto Πελοπίας χθονὸς ἐν ἀντιπόρθμοις E.Fr.515
•abs. νῆσοι Arist.Mu.392b24, αὔλαξ Lyc.1071.
German (Pape)
[Seite 259] jenseits der Meerenge gelegen, Eur. Ion. 1605 Med. 211 Lycophr. 1071. 1368.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
situé du côté opposé du détroit.
Étymologie: ἀντί, πορθμός.
Russian (Dvoretsky)
ἀντίπορθμος: лежащий по ту сторону пролива (χώρα Aesch.; πεδία Eur.; νῆσοι Arst.).
Greek (Liddell-Scott)
ἀντίπορθμος: -ον, ὁ ἐν τῷ ἑτέρῳ μέρει τοῦ πορθμοῦ κείμενος, ἀντίπορθμα δ’ ἠπείροιν δυοῖν πεδία κατοικήσουσιν, Ἀσιάδος τε γῆς Εὐρωπίας τε, ἑκατέρωθεν τοῦ πορθμοῦ, Εὐρ. Ἴων 1585· Πελοπίας χθονὸς ἐν ἀντιπόρθμοις, εἰς τὰ μέρη τὰ ἀπέναντι τῆς Πελοποννήσου, ὁ αὐτ. Ἀποσπ. 519, πρβλ. Ἀριστ. π. Κόσμ. 3. 3· μετὰ δοτ. Στράβ. 379.
Greek Monolingual
ἀντίπορθμος, -ον (Α)
1. εκείνος που βρίσκεται στα δύο μέρη του πορθμού
2. αυτός που βρίσκεται στο απέναντι μέρος του πορθμού
3. φρ. «Πελοπίας χθονὸς ἐν ἀντιπόρθμοις» — στα απέναντι μέρη της Πελοποννήσου.
Greek Monotonic
ἀντίπορθμος: -ον, αυτός που βρίσκεται πάνω από τους πορθμούς, στην αντίπερα πλευρά των πορθμών, σε Αισχύλ., Ευρ.
Middle Liddell
over the straits, on the opposite side of the straits, Aesch., Eur.