ἄοζος

From LSJ
Revision as of 06:56, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (5)

οὐκ ἔστι λέουσι καὶ ἀνδράσιν ὅρκια πιστά → there are no pacts between lions and men, between lions and men there are no oaths of faith, there can be no covenants between men and lions

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἄοζος Medium diacritics: ἄοζος Low diacritics: άοζος Capitals: ΑΟΖΟΣ
Transliteration A: áozos Transliteration B: aozos Transliteration C: aozos Beta Code: a)/ozos

English (LSJ)

ὁ,

   A = θεράπων, servant, attendant, esp. belonging to a temple, A.Ag.231 (lyr.), cf. Call.Del.249, IG9(1).976 (Corc.). (sṃ-sod-yos, root sed- 'go', Slav. ξηοδῠ, cf. ὁδός.)
ἄοζος, ον,

   A = ἄνοζος, q.v.

German (Pape)

[Seite 271] (vielleicht mit αἰζηός verwandt), ὁ, Diener, bes. Opferdiener, Aesch. Ag. 223; Hesych. μάγειροι, ὑπηρέται, θεράποντες, ἀκόλουθοι; ἄζοι Ath. VI, 267 c ist wohl corrumpirt. ohne Aeste, Theophr., auch ἄνοζος.

Greek (Liddell-Scott)

ἄοζος: ὁ, = θεράπων, ὑπηρέτης, ἰδίως ὁ ἀνήκων εἰς ναόν τινα, μάγιρος, - ὑπηρέτας, - ἄοζος - οἰνοχόος Ἐπιγρ. Κερκύρας 3212, πρβλ. Αἰσχύλ. Ἀγ. 231· ἴδε καὶ ῥῆμα ἀοσσέω· (πιθαν. ἀντὶ ἀόδιος (α ἀθροιστ.) καὶ ἑπομ. = ἀκόλουθος), «ἄοζος, ὑπηρέτης, διάκονος» Α.Β, καὶ καθ’ Ἡσύχ. «ἄοζοι· μάγειροι, ὑπηρέται, θεράποντες, ἀκόλουθοι Καλλίμαχος» (εἰς Δῆλ. 249).

French (Bailly abrégé)

1ου (ὁ) :
serviteur dans un sacrifice.
Étymologie: p. *ἀόδιος, de ἀ- cop. et ὁδός, litt. « qui fait route avec, qui suit » ; cf. ἀκολουθός.

Spanish (DGE)

v. ἄνοζος.
-ου, ὁ

• Alolema(s): ἄζος Cleitarchus glossographus en Ath.267c
servidor φράσεν δ' ἀόζοις πατὴρ A.A.231, cf. Call.Fr.563, IG 9(1).976 (Corara), Cleitarchus glossographus l.c., Zonar.115.15C.

• Etimología: Cf. ὄζος.

Greek Monolingual

(I)
ἄοζος, ο (Α)
θεράπων, υπηρέτης, ακόλουθος, ειδικά αυτός που προσφέρει υπηρεσίες σε ναό.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για μεταομηρικό επιτατικό τ. του όζος «κλάδος, βλαστός -γόνος, σύντροφος» με α- αθροιστικό, πιθ. από επίδραση του ρ. αοσσέω «βοηθώ» — κατ' άλλη άποψη, άοζος < α-σοδ-yos «συμπορευόμενος, συνοδοιπόρος» < sm -sodyos πιθ. από ρ. sed «πηγαίνω, βαδίζω» (πρβλ. οδός)].———————— (II)
ἄοζος, -ον (Α)
άνοζος, χωρίς βλαστούς.