ἀπροστάτευτος
ἄμεινον γὰρ ἑαυτῷ φυλάττειν τὴν ἐλευθερίαν τοῦ ἑτέρων ἀφαιρεῖσθαι → for it is better to guard one's own freedom than to deprive another of his
English (LSJ)
[τᾰ], ον,
A without a leader or guide, J.AJ20.8.8, Ael.NA15.8, f.l.for sq. in Hierocl.p.54A.
German (Pape)
[Seite 339] ohne Vorsteher, οἶκος Stob. fl. 67, 24; Ael. H. A. 15, 5 u. a. Sp.; = nicht προστάτης seiend, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ἀπροστάτευτος: [ᾰ], -ον, «ὁ μὴ ἔχων προστασίαν τινὸς» Ἡσύχ., Ἰωσήπ. Ἀρχ. Ἰ. 20. 8, 8· ἀγέλη ἐρήμη καὶ ἀπροστάτευτος, ἄνευ ἡγεμόνος, Αἰλ. π. Ζ. 15. 8.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
sans défenseur, sans guide.
Étymologie: ἀ, προστατεύω.
Spanish (DGE)
-ον
1 que no tiene jefe o guía ἀγέλη Ael.NA 15.8, cf. Hsch.
2 que no tiene protección de Cristo, Hippol.Theoph.4, de la Virgen, Chrys.M.57.58
•subst. τὸ ἀ. falta de protección Chrys.M.61.380.
Greek Monolingual
-η, -ο (AM ἀπροστάτευτος, -ον)
αυτός που δεν προστατεύεται, ο ανυπεράσπιστος
νεοελλ.
(για τόπο) ανοχύρωτος, αφρούρητος.