άσβεστος

From LSJ
Revision as of 06:59, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (6)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

ὅτι χρὴ τοῦ μέλιτος ἄκρῳ δακτύλῳ, ἀλλὰ μὴ κοίλῃ χειρὶ γεύεσθαι → that honey should be tasted with the fingertip and not by the handful

Source

Greek Monolingual

και άσβηστος, -η, -ο (AM ἄσβεστος, -ον και -ος, -η, -ον)
1. αυτός που δεν σβήνει ή δεν μπορεί κανείς να τον σβήσει («άσβηστη φωτιά»
«ἀσβέστη φλόξ»
«λυχνίδος ἀσβέστοιο»)
2. εκείνος που δεν σβήνει, που δεν σταματά, ο ακατάπαυστοςάσβηστος καημός», «άσβηστη δίψα»
«άσβεστος γέλως»)
νεοελλ.
ο ανεξίτηλος («μια θλιβερή εικόνα βαμένη με τα αίματα τ' άσβηστα», Παλαμάς)
το θηλ. ως ουσ. (ΑΝ) (ΜΝ και ἀσβέστης, ο
Ν και ασβέστι, το
Μ ἄσβεστον, το) το οξείδιο του ασβεστίου
αρχ.
είδος ορυκτού.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ρηματικό επίθετο < α-στερ. + σβέννυμι. Το νεοελλ. άσβηστος < άσβεστος (το -η- κατ' επίδραση του ρ. σβήνω). Το θηλ. του επιθ. άσβεστος χρησιμοποιήθηκε ως ουσιαστικό, για να δηλώσει αφ' ενός μεν (κατά παράλειψη του τίτανος) «την τίτανο που δεν σβήστηκε με νερό, το οξείδιο του ασβεστίου», αφ' ετέρου δε «είδος ορυκτού». Άλλοι τύποι του ουσ. άσβεστος «οξείδιο του ασβεστίου» είναι: μσν.-νεοελλ. ασβέστης και νεοελλ. ασβέστι < μσν. ασβέστιν < ασβέστιον, υποκορ. του ουσ. άσβεστος
μσν. άσβεστον < άσβεστος. Οι τύποι άσβεστος, ασβέστης χρησιμοποιήθηκαν για τον σχηματισμό πολλών λέξεων:
ΠΑΡ. μσν.-νεοελλ. ασβεστώδης, ασβέστωσις(-η)
νεοελλ.
ασβεστάς, ασβέστιος, ασβεστώνω.
ΣΥΝΘ. νεοελλ. ασβεστοαμμοκονία (-κονίαμα), ασβεστόγαλα, ασβεστοκάμινο (-νος), ασβεστόλακκος, ασβεστόλιθος, ασβεστόνερο, ασβεστόπετρα, ασβεστούχος, ασβεστοχρίω].