γέννα

From LSJ
Revision as of 07:02, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (8)

Ἱερὸν ἀληθῶς ἐστιν ἡ συμβουλία → Consilia dare, res prorsus et vere sacra est → Ein Heiligtum ist in der Tat ein guter Rat

Menander, Monostichoi, 256
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: γέννᾰ Medium diacritics: γέννα Low diacritics: γέννα Capitals: ΓΕΝΝΑ
Transliteration A: génna Transliteration B: genna Transliteration C: genna Beta Code: ge/nna

English (LSJ)

Emp.17.27, 22.9, A.Pr.853 (but γέννᾱ in lyr. passages of E., as Hec.159), ης, ἡ:—poet. for γένος,

   A descent, birth, origin, γέννᾳ μεγαλυνομένων A.Pr.892, cf. Ag.760 (lyr.).    2 origin, [τοῦ ὄντος] Parm. 8.6; διέχειν γέννῃ τε κρήσει τε Emp.22.7; γῆ γ. πάντων Secund. Sent.15; production, πύου Aret.SD1.14; ὑγρῶν ib.15.    II offspring, son, Pi.O.7.23; θνᾴσκοντα γέννας ἄτερ A. Th.748; λαγίνα γ. Id.Ag.119; generation, πέμπτη δ' ἀπ' αὐτοῦ γέννα Id.Pr.853, cf. 774.    2 race, family, οὐρανία γ. ib. 165; ἀρσένων γ. E.Med.428 (lyr.): rare in Prose, ἡ τοῦ πέρατος γ. Pl.Phlb.25d, cf. Is.Fr. 136.    3 creation, creature, PMag.Leid.V.7.14.    4 personified, Creative Force, ib. W.5.3.    III of the Moon, coming forth, Ach.Tat.Intr.Arat.21, Sch.Arat.735, Paul.Al.G.4.

German (Pape)

[Seite 482] ἡ, poet. = γένος, Geschlecht, Stamm, Geburt, Sproß, Pind. Ol. 7, 23 P. 4, 100; Tragg. öfter; nach Poll. 3, 6 auch Isaeus.

Greek (Liddell-Scott)

γέννᾰ: Αἰσχύλ. Ἀγ. 1477, ἀλλὰ γέννᾱ ἐν χορικοῖς τοῦ Εὐρ., Δινδ. Ἑκ. 159, ας, ἡ·- ποιητ. ἀντὶ τοῦ γένος, καταγωγή, γέννησις, γέννᾳ μεγαλυνομένων Αἰσχύλ. Πρ. 892, πρβλ. Ἀγ. 760. 2) καθόλου, ἀρχή. παραγωγή, Ἀρεταῖ. π. Αἰτ. Χρον. Παθ. 1.

French (Bailly abrégé)

ης (ἡ) :
1 naissance, origine;
2 race, famille, etc. ; descendance, postérité;
3 p. ext. durée d’une génération ; degré de descendance, génération.
Étymologie: v. γίγνομαι.

English (Slater)

γέννα
   a lineage ἐθελήσω τοῖσιν ἐξ ἀρχᾶς ἀπὸ Τλαπολέμου ξυνὸν ἀγγέλλων διορθῶσαι λόγον, Ἡρακλέος εὐρυσθενεῖ γέννᾳ i. e. for the Argive colonists of Rhodes (O. 7.23) “ἐχθίστοισι μὴ ψεύδεσιν καταμιάναις εἰπὲ γένναν” (P. 4.100)
   b collectively, children ἔνθα τεκοῖσ (sc. Λατώ) εὐδαίμον' ἐπόψατο γένναν fr. 33 d. 10.

Spanish (DGE)

-ης, ἡ

• Morfología: [poét. gen. -ας A.Th.748, S.Fr.278.1; dat. -ᾳ Pi.O.7.23, A.Pr.892]
I 1linaje, estirpe μήτε τῶν γέννᾳ μεγαλυνομένων ni de los que se vanaglorian de su linaje A.Pr.1892, cf. A.760, γέννας ἀφθίτου λαχόντες θείας S.l.c., ἐκ τῆς Ἀναξίωνος γέννης ... ὄντα Is.Fr.35
raza <ἃ> ... διέχουσι μάλιστα γέννῃ τε κρήσει τε καὶ εἴδεσιν ἐκμάκτοισι Emp.B 22.7, ὦ πάσης γέννης κτισταὶ καὶ εὐεργέται, ὦ πάσης γέννης τροφοί PMag.12.226
fig. familia, casta, grupo οὐρανία γ. A.Pr.165, ἀρσένων γ. E.Med.428, ἡ ... τοῦ πέρατος γ. Pl.Phlb.25d.
2 descendencia, prole Ἡρακλέος εὐρυσθενεῖ γέννᾳ Pi.O.7.23, λαγίνα ... γ. una liebre A.A.119, θνᾴσκοντα γέννας ἄτερ habiendo muerto sin descendencia A.Th.748, κτείνων παμφύλων γένναν θηρῶν ref. a las larvas de los insectos, Ar.Au.1063, Ἄρνης παλαιᾶς γ. Lyc.644.
3 criatura γ. οὐδ' ἂν μία συντελέοιτο Hp.Nat.Hom.3.
4 generación πέμπτη δ' ἀπ' αὐτοῦ γέννα A.Pr.853, cf. 774.
II 1origen, génesis de los principios elementales τίνα γὰρ γένναν διζήσεαι αὐτοῦ (τοῦ ὄντος) Parm.B 8.6, γέννα, φυή, μείωσι de Crono, Orph.H.13.7, γ. καὶ ἀποδοχὴ πάντων Secund.Sent.7
medic. formación τοῦ πύου Aret.SD 1.14.2, cf. CD 2.2.4.
2 de pers. nacimiento ἥλικα γένναν ἔασι Emp.B 17.27, cf. 22.9, ἥ τε τῶν ἑπταμηνιαίων γ. Vett.Val.52.19, ταπειναὶ γένναι nacimientos humildes Vett.Val.118.11, ἡ γ. τοῦ Χριστοῦ la Natividad de Cristo Cosm.Ind.Top.5.9, Gr.Naz.M.36.332B, POxy.1357.30 (VI d.C.).
3 personif. Procreación, Fuerza creadora, PMag.13.175.
III astr. salida o aparición ref. a la fase creciente de la luna, cuando ésta empieza a rebasar al sol γ. δὲ σελήνης καὶ ἀνατολὴ διαφέρει Ach.Tat.Intr.Arat.21, cf. Paul.Al.33.16, Sch.Arat.735.

• Etimología: De la r. de γίγνομαι q.u. c. una geminada de origen obscuro.

Greek Monolingual

η και γέννα, τα (AM γέννα, η, Μ και γέννα, τα)
1. α) παιδί, γέννημα, γόνος («θνᾴσκοντα γέννας ἄτερ» — χωρίς παιδιά, Πίνδ.)
β) φρ. «διαβόλου γέννα» — παμπόνηρος
2. καταγωγή, προέλευση
3. η νέα σελήνη, η νουμηνία
μσν.- νεοελλ.
1. ο τοκετός, η γέννηση ή τα γενέθλια («έκανε καλή γέννα»
«προσκυνοῡμεν Σου τὴν γένναν, Χριστέ»)
2. τα Χριστούγεννα («τὰ Χριστοῡ γέννα»
«τρεις στα Γέννα, τρεις στα Φώτα κι έξι στην Ανάσταση»)
1