δυσπρόσοδος
διὸ καὶ μεταλάττουσι τὴν φυσικὴν χρῆσιν εἰς τὴν παρὰ φύσιν αἱ δοκοῦσαι παρθένοι τῶν εἰδώλων → therefore those professing to be virgins of the idols even change the natural use into the unnatural (Origen, commentary on Romans 1:26)
English (LSJ)
ον,
A difficult of access, χωρίον Th.5.65, cf. Aen.Tact.28.1 (Sup.); δ. τοῖς ἐναντίοις πόλις Arist.Pol.1330b3; hard to assault, τάξις, παρεμβολή, Plb.1.26.10, 2.65.12. 2 of men, unsocial, δ. αὑτὸν παρέχειν Th.1.130, cf. X. Ages.9.2, Luc.Scyth.6, Plu.Demetr.42, D.C.Fr.11.6.
German (Pape)
[Seite 688] schwer zugänglich; χωρίον Thuc. 5, 65; ταξις δ. καὶ ἀσφαλής Pol. 1, 26, 10; πόλις, οἶκος, Plut. Rom. 17 Popl. 10; von Menschen, ungesellig, unfreundlich; Thuc. 1, 130; Xen. Ages. 9, 2; Luc. Scyth. 61 D. C. 35, 16.
Greek (Liddell-Scott)
δυσπρόσοδος: -ον, δυσπρόσιτος, μετὰ δυσκολίας πλησιαζόμενος, χωρίον Θουκ. 5. 65· δ. τοῖς ἐναντίοις πόλις Ἀριστ. Πολ. 7. 11, 3· δυσκόλως προσβαλλόμενος, τάξις, πόλις Πολύβ. 1. 26, 10, κτλ. 2) ἐπὶ ἀνθρώπων, ἀκοινώνητος, Θουκ. 1. 130, Ξεν. Ἀγησ. 9, 2, Λουκ. Σκύθ. 6.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
d’un abord difficile.
Étymologie: δυσ-, πρόσοδος.
Spanish (DGE)
-ον
I 1de lugares de difícil acceso, poco accesible χωρίον Th.5.65, c. dat. τοῖς ἐναντίοις (πόλις) Arist.Pol.1330b3, cf. Plu.Rom.17, τὸ ἱερόν Paus.8.41.4, τόπος δ. ἐκ τῶν ἔξωθεν μερῶν D.S.14.18, ὑπερβολή D.C.Epit.9.23.3, ὄρος Eutecnius Th.Par.15.11, ὁδός Poll.3.96
•neutr. sg. subst. τὸ δ. dificultad de acceso c. gen. ᾗ ἂν δυσπροσοδώτατον ᾖ τῆς πόλεως Aen.Tact.28.1.
2 en cont. bélico que no permite pasar, impenetrable τάξις Plb.1.26.10, παρεμβολή Plb.2.65.12.
II de pers. y abstr.
1 de pers. inaccesible, inabordable, huraño δυσπρόσοδον αὑτὸν παρέχειν Th.1.130, cf. Aristid.Or.35.24, del rey de Persia τῷ δ. εἶναι ἐσεμνύνετο X.Ages.9.2, δυσέντευκτος καὶ δ. Plu.Nic.5, cf. Crass.7, Luc.Scyth.6, D.C.11.6, 36.16.2
•neutr. subst. τὸ δ. el ser o mostrarse inaccesible τὸ δυσόμιλον αὐτοῦ καὶ δ. Plu.Demetr.42
•neutr. como adv. displicentemente, de forma desdeñosa o desagradable ἐχρέμπτετο μύχιόν τι καὶ δ. Luc.Gall.10.
2 de abstr. riguroso, severo, que provoca rechazo ἦθος δ. forma de ser huraña o inaccesible Gal.19.232, c. giro prep. νόμοι δυσπρόσοδοί εἰσι πρὸς πάντων ἀνθρώπων Procop.Pers.2.28.26.
Greek Monolingual
δυσπρόσοδος, -ον (AM)
δυσπρόσιτος
αρχ.
1. αυτός που προσβάλλεται δύσκολα
2. (για πρόσ.) απλησίαστος, ακοινώνητος.