δυσίατος
Ὁ δὲ μὴ δυνάμενος κοινωνεῖν ἢ μηδὲν δεόμενος δι' αὐτάρκειαν οὐθὲν μέρος πόλεως, ὥστε ἢ θηρίον ἢ θεός → Whoever is incapable of associating, or has no need to because of self-sufficiency, is no part of a state; so he is either a beast or a god
English (LSJ)
Ion. δῠσ-ίητος [ι], ον,
A hard to heal, κληΐς Hp.Art.14 (Comp.), cf. Cass.Pr.1 (Comp.); κακὸν δ. an ill that none can cure, A.Ag.1103 (lyr.); ὀργή E.Med.520; νόσημα Pl.Lg.916a, cf. Ph.1.40, al.; of persons, implacable, Them.Or.15.192c. Adv. -τως, μόριον πεπονθὸς δ. Gal.18(2).273.
German (Pape)
[Seite 681] schwer zu heilen, unheilbar; κακόν Aesch. Ag. 1103; ὀργή Eur. Med. 520; νόσημα Plat. Legg. XI, 916 a; θυμοί 934 a; ἀδικήματα V, 731 b.
Greek (Liddell-Scott)
δυσίᾱτος: [ῑ], -ον, δυσθεράπευτος, κληῒς Ἱππ. Ἄρθρ. 790· κακὸν δ., ἀνίατον κακόν, Αἰσχύλ. Ἀγ. 1103· ὀργὴ Εὐρ. Μηδ. 520· νόσημα Πλάτ. Νόμ. 916Α κ. ἀλλ.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
difficile à guérir.
Étymologie: δυσ-, ἰάομαι.
Spanish (DGE)
(δυσίᾱτος) -ον
• Alolema(s): jón. -ίητος Hp.Art.14, Oss.12
• Prosodia: [-ῑ-]
I 1medic. difícil de curar κληΐς Hp.Art.14, (φλέψ) Hp.Oss.12, μασχάλαι Hp.Prorrh.2.11, μανίαι Gorg.B 11.17, νόσημα Pl.Lg.916a, τὰ στρογγύλα τῶν ἑλκῶν Arist.Fr.238, cf. Gal.10.169, Cass.Pr.1, νόσος D.S.3.33, D.H.4.69, αἱ ἐπὶ τῷ σώματι διαθέσεις Gal.9.525, τραύματα D.C.36.5.2, πληγαί Philostr.Gym.10
•de pers. y anim., Hp.Ep.1, Str.15.1.43
•neutr. subst. τὰ δυσίατα las enfermedades de difícil curación Heras en Gal.13.767.
2 fig. difícil de remediar o curar κακόν A.A.1103, Arist.Pr.950b22, Ph.2.304, ὀργή E.Med.520, cf. Pl.Lg.934a, χαλεπὰ καὶ δυσίατα ἢ ... ἀνίατα ἀδικήματα Pl.Lg.731b, cf. 854a, Arist.MM 1203b30, μῆνις Philostr.Her.70.16, τὰ τῆς ψυχῆς πάθη καὶ νοσήματα Ph.2.43, μῶμος Ph.1.558, φιλαυτία ... πάθος δ. Ph.2.58
•de pers. οἱ δυσίατοι καὶ ἀνίατοι ... διὰ κολάσεως Arist.EE 1230b8, cf. MM 1204a1, δυσκάθαρτοι καὶ δυσίατοι de los nuevos ricos, Ph.2.274
•incorregible, implacable δ. ἄρα ἦσθα καὶ ἀπαραίτητος Them.Or.15.192c.
II adv. -ως en forma difícil de curar τι μόριον πεπονθὸς δ. Gal.18(2).273, cf. 12.340.
Greek Monolingual
-ον (Α δυσίατος και δυσίητος, -ον)
αυτός που γιατρεύεται δύσκολα.