επανάληψη

From LSJ
Revision as of 07:10, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (13)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

τὰ πρὸ Εὐκλείδου ἐξετάζειν → investigate what happened before the flood, investigate what happened in the distant past, investigate what happened before Euclid, investigate what happened before the year of Euclid

Source

Greek Monolingual

η (AM ἐπανάληψις) επαναλαμβάνω
1. η διεξαγωγή μιας πράξεως για μια ακόμη φορά ή συνεχώς («η επανάληψη των συνομιλιών»)
2. ρητορικό σχήμα, κατά το οποίο επαναλαμβάνεται η ίδια λέξη ή φράση για έμφαση
νεοελλ.
1. συνεχόμενη χρήσηεπανάληψη λαθών»)
2. (παιδαγ.) διδασκαλία τών ήδη διδαγμένων για καλύτερη εμπέδωση
3. νέα μελέτη μαθημάτων για τέλεια εκμάθηση
«με μια ακόμη επανάληψη θα είμαι έτοιμος για τις εξετάσεις»)
4. (νομ.) «επανάληψη δίκης» — η διεξαγωγή μιας δίκης για άλλη μια φορά, επειδή αποδείχθηκε ότι κατά την πρώτη διεξαγωγή υπήρξε δικαστική πλάνη
αρχ.
1. ανάκτηση
2. επαναδίπλωση.