ἐπανύω

From LSJ
Revision as of 07:10, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (13)

Ὅστις γὰρ ἐν πολλοῖσιν ὡς ἐγὼ κακοῖς ζῇ, πῶς ὅδ' Οὐχὶ κατθανὼν κέρδος φέρει; → For one who lives amidst such evils as I do, how could it not be best to die?

Sophocles, Antigone, 464-5
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπᾰνύω Medium diacritics: ἐπανύω Low diacritics: επανύω Capitals: ΕΠΑΝΥΩ
Transliteration A: epanýō Transliteration B: epanyō Transliteration C: epanyo Beta Code: e)panu/w

English (LSJ)

fut. -ύσω [ῠ],

   A complete, accomplish, οὐδέ ποτέ σφιν νίκη ἐπηνύσθη, ἀλλ' ἄκριτον εἶχον ἄεθλον Hes.Sc.311:—Med., procure, οἵαν . . ἐπί μοι μελέῳ χάριν ἠνύσω codd. in S.Tr.995 (lyr.); carry into effect, Ph.1.77.

German (Pape)

[Seite 903] (s. ἀνύω), ganz vollenden, οὐδέ ποτέ σφιν νίκη ἐπηνύσθη, d. i. der Sieg blieb unentschieden, Hes. Sc. 311.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπᾰνύω: μέλλ. -ύσω ῠ, φέρω εἰς τέλος, τελειώνω, οὐδὲ ποτέ σφιν νίκη ἐπηνύσθη Ἡσ. Ἀσπ. Ἡρ. 311 (ἑρμηνευόμενον ὑπὸ τῶν συμφραζομένων, ἀλλ’ ἄκριτον εἶχον ἄεθλον). ― Μέσ., παρέχω, οἵαν... ἐπί μοι μελέῳ χάριν ἠνύσω (ἀντὶ ἐπηνύσω μοι) Σοφ. Τρ. 996.

French (Bailly abrégé)

achever.
Étymologie: ἐπί, ἀνύω.

Greek Monolingual

ἐπανύω (Α)
1. φέρω σε πέρας, τελειώνω, εκτελώ, κατορθώνω («οὐδὲ ποτέ σφιν νίκη ἐπηνύσθη, ἀλλ' ἄκριτον εἶχον ἄεθλον», Ησίοδ.)
2. μέσ. ἐπανύομαι
παρέχω, προσφέρω («ἱερῶν οἵαν οἵων ἐπί μοι μελέω χάριν ἠνύσω», αντί «ἐπηνύσω μοι», Σοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + ανύω «φέρω σε πέρας»].