επικρατώ

From LSJ
Revision as of 07:11, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (13)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Δεῖ τοὺς μὲν εἶναι δυστυχεῖς, τοὺς δ' εὐτυχεῖς → Aliis necesse est bene sit, aliis sit male → Die einen trifft das Unglück, andere das Glück

Menander, Monostichoi, 125

Greek Monolingual

(AM ἐπικρατῶ, -έω) κρατώ
1. επιβάλλομαι, υπερτερώ, νικώ («τῶν δὲ ἐχθρῶν πλέον ἐπικρατήσετε», Λυσ.)
2. (για καταστάσεις, έννοιες, διαθέσεις κ.λπ.) υπερισχύω, κυριαρχώ, υπερέχω («επικράτησε η σύνεση»)
3. (για λόγους, θεωρίες, τάσεις κ.λπ.) είμαι διαδεδομένος, επιδρώ («πῶς ἐπεκράτησε καὶ τίνι τρόπῳ τὸ τῶν Ἀχαιῶν ὄνομα κατὰ πάντων Πελοποννησίων», Πολ.)
νεοελλ.
υφίσταμαι, υπάρχω («επικρατεί ψύχος», «επικρατούν βόρειοι άνεμοι»)
νεοελλ.-μσν.
απρόσ. επικρατεί
είναι καθιερωμένο
μσν.
1. βαστώ, συγκρατώ
2. (για δρόμο) ακολουθώ
3. (αμτβ.) ακμάζω, ανθώ
4. διαρκώ
αρχ.-μσν.
εξουσιάζω, κυβερνώ, διοικώ («ὅσσοι γὰρ νήεσσιν ἐπικρατέουσιν ἄριστοι», Ομ. Ιλ.)
αρχ.
1. υπερισχύω στη μάχη
2. κατακτώ, κυριαρχώ («τῆς γὰρ θαλάσσης οἱ Μιλήσιοι ἐπεκράτεον», Ηρόδ.)
3. αποκτώ.