Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ἑρμαφρόδιτος

From LSJ
Revision as of 07:13, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (14)

Μολὼν λαβέCome and take them

Plutarch, Apophthegmata Laconica 225C12

German (Pape)

[Seite 1032] ὁ, ein Hermaphrodit, Zwitter, mit beiderlei Geschlechtsgliedern, Luc. u. a. Sp. Vgl. nom. pr.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ἑρμαφρόδιτος, ό και ἑρμαφρόδιτος, -ον)
το άτομο στο οποίο συνυπάρχουν τα διακριτικά γνωρίσματα και τών δύο φύλων (κν. αρσενικοθήλυκος)
νεοελλ.
μτφ. αυτός που έχει αντιφατικές ιδιότητες, ο αμφίρροπος, ο ακαθόριστος
αρχ.
1. Ἑρμαφρόδιτος
γιος του Ερμή και της Αφροδίτης που είχε αρσενικά και θηλυκά διακριτικά γνωρίσματα σε πλήρη ή σε ατροφική και υποτυπώδη κατάσταση
2. φρ. «ἑρμαφρόδιτον πάθος» — ο ερμαφροδιτισμός
3. άγαλμα με διπλή κεφαλή, Ερμή και Αφροδίτης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. Ερμαφρόδιτος, μυθολογικό πρόσωπο, γιος του Ερμή και της Αφροδίτης, που συγκέντρωνε τα χαρακτηριστικά και τών δύο φύλων.