ἰβίσκος

From LSJ
Revision as of 07:18, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (17)

ὅτι μέντοι καὶ ἡ χρῆσις τῶν τρόπων, ὥσπερ τἆλλα πάντα καλὰ ἐν λόγοις, προαγωγὸν ἀεὶ πρὸς τὸ ἄμετρον, δῆλον ἤδη, κἂν ἐγὼ μὴ λέγωhowever, it is also obvious, even without my saying so, that the use of figures of speech, like other literary adornments, is something that has always tempted toward excess

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἰβίσκος Medium diacritics: ἰβίσκος Low diacritics: ιβίσκος Capitals: ΙΒΙΣΚΟΣ
Transliteration A: ibískos Transliteration B: ibiskos Transliteration C: iviskos Beta Code: i)bi/skos

English (LSJ)

ὁ, Lat.

   A hibiscus,= ἀλθαία, v.l. in Ps.-Dsc.3.146, Erot. s.v. ῥίζη ἀλθαίης; also written ἐβίσκος, q.v.

German (Pape)

[Seite 1235] ὁ, Eibisch, eine Art wilder Malven, Diosc.

Greek Monolingual

ο (Α ἰβίσκος και ἐβίσκος)
νεοελλ.
αγγειόσπερμο δικότυλο φυτό της τάξης μαλβώδη, οικογένεια μαλβίδες,
αρχ.
το φυτό αλθαία.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. είναι δάνεια από το λατ. hibiscus, το οποίο, με τη σειρά του, είναι δάνειο πιθ. από την κελτική].