ἴκρια
τέχνη δὲ ἄνευ ἀλκῆς οὐδὲν ὠφελεῖ (Thucydides 2.87.4.6) → η τέχνη απαιτεί κουράγιο, skill without heart is useless
English (LSJ)
τά (sg. v. infr. 111; for the accent v. Hdn.Gr.1.357),
A halfdeck at the stern of a ship, νηῶν ἴκρι' ἐπῴχετο μακρὰ βιβάσθων Il.15.676; [κυβερνήτης] κάππεσ' ἀπ' ἰκριόφιν Od.12.414; εἰς ἴκρια νηὸς ἔβαινον πρῴρης (i.e. from the prow) ib.229; νηὸς ἐπ' ἰκριόφιν καταλέξεται 3.353; εὐπάκτων ἐπ' ἰκρίων σταθεὶς ὄρουσε B.16.83: wrongly expld. by Eust. as = ἐγκοίλια in Od.5.252, but perh. so used by Nonn. D.40.447,452; expld. as = κεραία in A.R.1.566 by Sch., but prob. wrongly, cf. Lyc.751. II generally, platform, stage, ἴκρια ἐπὶ σταυρῶν ὑψηλῶν . . ἕστηκε Hdt.5.16, cf. Str.12.3.18, Hsch. 2 scaffolding, IG12.94.28 (prob. in 374.151), 4.39 (Aegina, v B.C.), BCH6.27(Delos, ii B.C.). 3 benches in a theatre, Cratin.323, Ar.Th.395, Ath.4.167f. 4 dub. sens. in Thphr.HP5.6.2. III sg.,= ἱστός, mast, Eust.1533.31; pole, dub. l. in Nic.Th.198; set up on a cenotaph, Marcellin.Vit. Thuc.31.
Greek (Liddell-Scott)
ἴκρια: τά, γράφεται καὶ ἰκρία (ἀλλ’ ἴδε Ἀρκάδ. σ. 119. 18): τὸ μερικὸν κατάστρωμα τῶν Ὁμηρικῶν πλοίων, τὸ κατὰ τὴν πρῷραν καὶ κατὰ τὴν πρύμναν (διότι τὰ πλοῖα ταῦτα κυρίως εἰπεῖν δὲν εἶχον κατάστρωμα, ἴδε Θουκ. 1. 10), ὧν τὸ μεταξὺ μέρος ἐκαλεῖτο ἄντλος. Ὅτι αὕτη εἶναι ἡ ἀληθὴς σημασία τοῦ ἴκρια φαίνεται ἐκ τῶν ἀκολούθων χωρίων: ὁ κυβερνήτης τοῦ πλοίου κατέπεσεν ἀπ’ ἰκριόφιν, δηλ. ἐκ τοῦ (κατὰ τὴν πρύμναν) καταστρώματος, Ὀδ. Μ. 414· ἐπὶ τῶν καταστρωμάτων τούτων ἐκοιμῶντο οἱ ἄνδρες, οὔ θην δὴ τοῦδ’ ἀνδρὸς Ὀδυσσῆος φίλος υἱὸς νηὸς ἐπ’ ἰκριόφιν καταλέξεται Γ. 353· στόρεσαν ῥῆγός τε λίνον τε νηὸς ἐπ’ ἰκριόφιν..., ἵνα νήγρετον εὕδοι Ν. 74· ὁ Τηλέμαχος θέτει τὸ δόρυ του ἐπ’ ἰκριόφιν Ο. 285· καὶ λαμβάνει αὐτό, νηὸς ἀπ’ ἰκριόφιν αὐτόθι 552· ἄνθρωποι περιπατοῦσιν εἰς τὰ ἴκρια, Ἰλ. Ο. 676, 685, πρβλ. 729· εἰς ἴκρια νηὸς ἔβαινον πρῴρης Ὀδ. Ν. 229· ἐν Ὀδ. Ε. 252 (ἴκρια δὲ στήσας, ἀραρὼν θαμέσσι σταμίνεσσιν) ὁ Εὐστ. ἑρμηνεύει: «ἐνταῦθα... τὰ ἴκρια δοκεῖ τὰ ἐγκοίλια λέγεσθαι, ὡς δηλοῖ τὸ «ἴκρια στήσας». αὐτὰ γάρ εἰσιν ὀρθά, οὐ μὴν τὰ καταστρώματα»· ἀλλὰ τὰ ἐγκοίλια εἶναι οἱ σταμίνες, οἵ τινες μετὰ τῶν ἐπηγκενίδων συναπετέλουν τοὺς τοίχους τοῦ πλοίου· καὶ δὲν ὑπάρχει λόγος κωλύων ἡμᾶς νὰ δεχθῶμεν ὅτι ἐν τῷ χωρίῳ τούτῳ ἴκρια εἶναι τὰ σανιδώματα τοῦ καταστρώματος, καθὼς ὀλίγον ἀνωτέρω ἐν στίχῳ 163, ἴδε Σχόλ. ἐν τόπῳ καὶ πρβλ. Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 566, Λυκόφρ. 751· ἂν καὶ μεταγενέστ. ποιηταί, ὡς ὁ Νόνν. Δ. 40. 446 καὶ 452, φαίνεται ὅτι μεταχειρίζονται τὸ ἴκρια ἀντὶ τοῦ ἐπηγκενίδες. ΙΙ. καθόλου, ἰκρίωμα, ἴκρια ἐπὶ σταυροῖς ὑψηλὰ... ἔστησε Ἡρόδ. 5. 16, πρβλ. Στράβ. 549, Ἡσύχ. 2) ἐπὶ τῶν θεωρείων ἢ καθισμάτων τοῦ θεάτρου, Κρατῖν. ἐν Ἀδήλ. 51 καὶ αὐτόθι Meineke, πρβλ. Ἀριστοφ. Θεσμ. 395. Ἀθήν. 167F· ταῦτα ἦσαν κατ’ ἀρχὰς ξύλινα, τὰ ὁποῖα ταχέως ἀντικατεστάθησαν διὰ λιθίνων. 3) ἐν τῇ Συλλ. Ἐπιγρ. 2139 ὁ Βöckh ἑρμηνεύει τὴν λέξιν διὰ τοῦ cancelli. ΙΙΙ. = ἱστός, «κατάρτι», Εὐστ. 1533. 31· ὁ σταυρός, Ἐκκλ.
English (Autenrieth)
ἰκριόφιν, pl.: deck-beams, deck, which in the Homeric ship was partial, only fore and aft (see plate IV., at end of volume); also ribs of a ship. (See cut No. 32.)