καταμένω

From LSJ
Revision as of 07:22, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (19)

Βίος βίου δεόμενος οὐκ ἔστιν βίος → Non est vitalis vita victus indigens → Kein Leben ist ein Leben ohne Unterhalt

Menander, Monostichoi, 74
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καταμένω Medium diacritics: καταμένω Low diacritics: καταμένω Capitals: ΚΑΤΑΜΕΝΩ
Transliteration A: kataménō Transliteration B: katamenō Transliteration C: katameno Beta Code: katame/nw

English (LSJ)

fut.

   A -μενῶ Men.Epit.197:—stay, Thgn.1373, Hdt.2.103, 121.δ, etc.; ἐνθάδ' αὐτοῦ κ. Ar.Pl.1187; ἐνταῦθα X.Cyr.1.4.17; κ. ἐν τοῖς δήμοις Lys.31.18; παρά τινι Eub.21; reside, PHal.1.183 (iii B. C.), Act.Ap.1.13; ἐν ἐποικίῳ PFay.24 (ii A. D.), etc.    2 remain fixed, continue in a state, ἐν τοῖς ὑπηρετικοῖς ὅπλοις X.Cyr.2.1.18; ἐπὶ τῶν αὐτῶν Gal.6.328; ἔν τινι Id.2.27; ἐπὶ τοῖς ὑπάρχουσι Nymphod.21: abs., τῆς εἰωθυίας ἀρχῆς καταμενούσης X.Cyr.3.1.30.

German (Pape)

[Seite 1363] ff, μένω), verweilen, verbleiben; ἐνθάδ' αὐτοῦ καταμενεῖν Ar. Plut. 1187; Plat. Rep. VII, 519 d; τῆς εἰωθυίας ἀρχῆς καταμενούσης Xen. Cyr. 3, 1, 29; Folgende; bei Etwas beharren, ἐπί τινος, ἔν τινι, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

καταμένω: διαρκῶς μένω ἔν τινι τόπῳ, ἀντίθ. τῷ ἀπέρχομαι, οἱ ἀπόγονοι τῶν καταμεινάντων Ξεν. Κύρ. 8. 4, 28, Θέογν. 1373, Ἡρόδ. 2. 103, 121, 4, κλ˙ ἐνθάδ’ αὐτοῦ κ. Ἀριστοφ. Πλ. 1187˙ ἐνταῦθα Ξεν. Κύρ. 1. 4, 17˙ κ. ἐν τοῖς δήμοις Λυσ. 188. 25˙ παρά τινι Εὔβουλος ἐν «Δαιδ.» 1. 2) διαμένω στερεός, διαμένω ἔν τινι καταστάσει, ἐν ὑπηρετικοῖς ὅπλοις Ξεν. Κύρ. 2. 1, 18˙ ἐπὶ τῶν αὐτῶν Γαλην. 6. 328, 13˙ ἀσμένως ἐπὶ τοῖς ὑπάρχουσι καταμένουσι= προσκαρτεροῦσι, Νυμφόδ. παρὰ τῷ Σχολ. εἰς Σοφ. Ο. Κ. 337˙ ἀπολ., τῆς εἰωθυίας ἀρχῆς καταμενούσης Ξεν. Κύρ. 3. 1, 30, «μενούσης ἀμεταβλήτου, μονίμου καθισταμένης˙ καμμένειν οἱ Λάκωνες ἀντὶ τοῦ καταμένειν» Ἡσύχ.

French (Bailly abrégé)

1 rester, demeurer;
2 se maintenir, durer ; rester dans un état, dans une condition.
Étymologie: κατά, μένω.

English (Strong)

from κατά and μένω; to stay fully, i.e. reside: abide.

English (Thayer)

to remain permanently, to abide: Aristophanes, Xenophon, Philo de gigant. § 5.)

Greek Monolingual

καταμένω (Α)
1. παραμένω, διαμένω
2. παραμένω σταθερά σε μια κατάσταση.