κατάπυγος
νεκρὸν ἐάν ποτ' ἴδηις καὶ μνήματα κωφὰ παράγηις κοινὸν ἔσοπτρον ὁρᾶις· ὁ θανὼν οὕτως προσεδόκα → whenever you see a body dead, or pass by silent tombs, you look into the mirror of all men's destiny: the dead man expected nothing else | if you ever see a corpse or walk by quiet graves, that's when you look into the mirror we all share: the dead expected this
English (LSJ)
ον,
A = καταπύγων, κίναιδος, ἀσελγής (q. v.), Hsch., Phot., prob. in Gerhard Phoinixp.7 (cf. p.153): Comp. -ότερος Sophr.63: Sup. -ότατος Epigr.Gr.1131.
German (Pape)
[Seite 1373] = Folgdm, VLL, erkl. κίναιδος, ἀσελγής; sprichwortlich καταπυγοτέραν τ' ἀλφηστἄν Ath. VII, 281 e aus Sophron.
Greek (Liddell-Scott)
κατάπῡγος: -ον, ἴδε καταπύγων.
Greek Monolingual
κατάπυγος, -ον (Α)
καταπύγων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + -πυγος (< πυγή «γλουτοί»), πρβλ. αντί-πυγος, καλλί-πυγος].