κατάψυξη

From LSJ
Revision as of 07:22, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (20)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

συνετῶν μὲν ἀνδρῶν, πρὶν γενέσθαι τὰ δυσχερῆ, προνοῆσαι ὅπως μὴ γένηται· ἀνδρείων δέ, γενόμενα εὖ θέσθαι → it is the part of prudent men, before difficulties arise, to provide against their arising; and of courageous men to deal with them when they have arisen

Source

Greek Monolingual

η (Α κατάψυξις)
νεοελλ.
1. μεγάλη ψύξη, πάγωμα
2. διαμέρισμα του ψυκτικού μηχανήματος ή ειδικός θάλαμος όπου πραγματοποιείται μεγάλη ψύξη για τη συντήρηση τροφίμων
3. μέθοδος διατήρησης τροφίμων ή βιολογικών ιστών με την υποβολή και διατήρησή τους σε χαμηλή θερμοκρασία
αρχ.
1. ψύχρανση, κρύωμα, ψύξη
2. κώνειο.