κνέφας

Revision as of 07:24, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (20)

English (LSJ)

τό, Att. gen.

   A κνέφους Ar.Ec.290, Com.Adesp.35, later κνέφατος Plb.8.26.10; dat. κνέφᾳ X.HG7.1.15, κνέφεϊ AP7.633 (Crin.), as if from κνέφος, cited by Hsch., Suid., Phot.: (cf. δνόφος):—darkness, Hom. (only in nom. and acc.), of the evening dusk, twilight, εἰς ὅ κε . . δύῃ τ' ἠέλιος καὶ ἐπὶ κ. ἱερὸν ἔλθῃ Il.11.194, 209: later, generally, darkness, δυσάλιον κ. A.Eu.396 (lyr.); νυκτός Id.Pers.357, cf. E.Ba.510, etc.; τὸ κατὰ γᾶς κ. Id.Hipp.836 (lyr.): metaph., τοῖον ἐπὶ κ. ἀνδρὶ μύσος πεπόταται A.Eu.378 (lyr.).    2 morning twilight, πρῲ πάνυ τοῦ κνέφους Ar.Ec.290; ἅμα κνέφᾳ at dawn, X.l.c., Cyr.4.2.15.

German (Pape)

[Seite 1459] αος, τό, att. auch gen. κνέφους, Ar. Eccl. 396, Sp. κνέφατος, Pol. 8, 28, 10; dat. κνέφαϊ, att. κνέφᾳ, Xen. Hell. 7, 1, 15, κνέφεϊ Crinag. 38 (v II, 733); vgl. δνόφος, νέφος, die Alten falsch von κενὸς φάους, Plut. pr. trig. 9; – Finsterniß, Dunkelheit, bes. die zunächst nach Sonnenuntergang eintretende, die Abenddämmerung, oft; ἠέλιος κατέδυ καὶ ἐπὶ κνέφας ἦλθεν Il. 1, 475, vgl. 11, 194; εἰ μελαίνης νυκτὸς ἵξεται κνέφας Aesch. Pers. 349; δυσήλιον Eum. 374; σκότιον, νύχιον, Eur. Bacch. 510 Troad. 543; auch τὸ κατὰ γῆς, Hipp. 836; ἀμ φὶ κνέφας Xen. An. 4, 2, 9; – auch von der Morgendämmerung, πρῲ πάνυ τοῦ κνέφους Ar. Eccl. 290, ἅμα κνέφᾳ Xen. Hell. 7, 1, 15.

Greek (Liddell-Scott)

κνέφας: γνόφος, δνόφος φαίνονται ὄντες τύποι διάφοροι μόνον κατὰ διάλεκτον ἢ προφοράν, Βουττμ. Λεξιλ., ἴδε κελαινὸς 9, Curt. Gr. Et. σελ. 657 κἑξ.)

French (Bailly abrégé)

κνέφους (τό) :
dat. κνέφαϊ, par contr. κνέφᾳ;
1 crépuscule du soir;
2 crépuscule du matin;
3 en gén. obscurité.
Étymologie: Deux thèmes : th. κνεφατ-, > dat. κνέφαϊ, par contr. κνέφᾳ ; th. κνεφε-, > gén. κνέφεος-ους.

English (Autenrieth)

(cf. γνόφος, δνόφος): darkness, dusk, of the first part of the night.

Greek Monolingual

κνέφας, -ους και -ατος, τὸ (Α)
1. σκότος, σκοτάδι
2. το λυκόφως, το σούρουπο ή η αυγή, τα χαράματα (α. δύῃ τ' ἠέλιος καὶ ἐπὶ κνέφας ἱερὸν ἔλθη», Ομ. Ιλ. β. «πρῲ πάνυ τοῡ κνέφους», Αριστοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Κατά μία άποψη, ανάγεται σε ΙΕ ρίζα kwsep «σκοτεινός». Στην ίδια ρίζα ίσως ανάγονται και τα δνόφος / γνόφος, ζόφος, ψέφας. Οι φωνητικές διαφορές τους αποδίδονται σε γλωσσικό ταμπού και όλα συνδέονται με το αρχ. ινδ. ksap «νύχτα». Στην περίπτωση των κνέφας, δνόφος / γνόφος δεν αποκλείεται συμφυρμός της εν λόγω ρίζας με το νέφος. Κατ' άλλη άποψη, το κνέφας συνδέεται με το λατ. creper «σούρουπο».
ΠΑΡ. αρχ. κνεφάζω, κνεφαίος, κνεφώδης].