λῃστής
Κύριε, βοήθησον τὸν δοῦλον σου Νῖλον κτλ. → Lord, help your slave Nilos ... (mosaic inscription from 4th-cent. church in the Negev)
English (LSJ)
οῦ, ὁ, Ion. ληϊστής, Dor. λᾳστής, (ληΐς, ληΐζομαι)
A robber, pirate, E.Alc.766, X. Cyr.2.4.23, etc.; opp. κλέπτης, Pl.R.351c; esp. by sea, buccaneer, later πειρατής, And.1.138, etc.; λῃστοῦ βίον ζῆν Pl.Grg.507e; ληϊστὴς κατεστήκεε Καρχηδονίων he began a course of piracies upon them, Hdt.6.17, cf. Th.1.5, 8, 6.4; οἱ λ. αὑτοὺς ποριστὰς καλοῦσιν Arist.Rh.1405a25; of irregular troops, IG12(2).526 (Eresos). II metaph., λ. ἐναργὴς τῆς ἐμῆς τυραννίδος S.OT535; Κύπριδος Lyc. 1143; λῃστὰ λογισμοῦ, of love, APl.4.198 (Maec.).
Greek (Liddell-Scott)
λῃστής: -οῦ, ὁ, Ἰων. λῃιστής, Δωρ. λᾳστής· (ληίς, ληίζομαι)· = τῷ Ὁμηρικῷ ληιστὴρ (ἴδε λῃστήρ), λῃστής, ὁ διαρπάζων, πειρατής, Εὐρ. Ἄλκ. 766, Ξεν. Κύρ. 2. 4, 23, ἀντίθετ. τῷ κλέπτης, Πλάτ. Πολ. 351C· κυρίως, λῃστὴς κατὰ θάλασσαν, μετέπειτα πειρατής, Ἀνδοκ. 18. 7, κτλ.· λῃστοῦ βίον ζῆν Πλάτ. Γοργ. 507Ε· ληιστὴς κατεστήκεε τῶν Καρχηδονίων, ἤρξατο πειρατικῶν κατ’ αὐτῶν ἐπιδρομῶν, Ἡρόδ. 6. 17· - ὁ Θουκ. 1. 5 σημειοῦται ὅτι κατὰ τοὺς ἀρχαιοτάτους χρόνους οὐδεμία ἀτιμία ἀπεδίδετο εἰς τὸ ἔργον τοῦτο, πρβλ. 1. 8., 6. 4· οἱ λ. αὑτοὺς ποριστὰς καλοῦσιν Ἀριστ. Ρητ. 3. 2, 10. ΙΙ. μεταφορ., λ. ἐναργὴς τῆς ἐμῆς τυραννίδος Σοφ. Ο. Τ. 535· Κύπριδος Λυκόφρ. 1143· λῃστὰ λογισμοῦ, ἐπὶ τοῦ ἔρωτος, Ἀνθ. Πλαν. 198. - Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 193 κἑξ.
French (Bailly abrégé)
οῦ (ὁ) :
1 voleur, brigand ; fig. λῃστής τυραννίδος SOPH usurpateur de la royauté;
2 pirate.
Étymologie: contr. p. ληϊστής.
English (Strong)
from leizomai (to plunder); a brigand: robber, thief.
English (Thayer)
ληστου, ὁ (for ληιστής from ληίζομαι, to plunder, and this from Ionic and epic ληίς, for which the Attics use λεῖα, booty) (from Sophocles and Herodotus down), a robber; a plunderer, freebooter, brigand: κλέπτης thief, one who takes property by stealth (although the distinction is obscured in A. V.); cf. Trench, § xliv.)
Greek Monolingual
ο (AM λῃστής, Α τ. ληϊστής, δωρ. τ. λᾳστής)
1. αυτός που αρπάζει ξένη περιουσία με τη βία, αυτός που διαπράττει ληστεία («πανοῡργον κλῶπα καὶ λῃστήν τινα», Ευρ.)
2. αυτός που ζει στα βουνά και κλέβει βίαια ή με απειλή όσους συναντά, καθώς και αυτός που κάνει απαγωγές ανθρώπων για να τους εξαναγκάσει να πληρώσουν λύτρα («λῃσταῑς περιέπεσεν οἳ καὶ ἐκδύσαντες αὐτὸν καὶ πληγὰς ἐπιθέντες ἀπῆλθον», ΚΔ)
3. άρπαγας, κλέφτης («λῃστὴς Κύπριδος», Λυκόφρ.)
νεοελλ.
1. μτφ. αισχροκερδής
2. ζωολ. γένος οδοντόγναθων ζυγόπτερων εντόμων της οικογένειας lestidae
μσν.
ατίθασος, ζωηρός
αρχ.
πειρατής, αυτός που διενεργεί πειρατικές επιδρομές.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ληϊδ-της < ληΐς,-ίδος (άλλος τ. του λεία) + επίθημα -της].