ληκάω

From LSJ
Revision as of 07:33, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (23)

κακῆς ἀπ' ἀρχῆς γίγνεται [[τέλος]] κακόν → from a bad [[beginning]] comes a bad end (Euripides' Aeolus fr. 32)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ληκάω Medium diacritics: ληκάω Low diacritics: ληκάω Capitals: ΛΗΚΑΩ
Transliteration A: lēkáō Transliteration B: lēkaō Transliteration C: likao Beta Code: lhka/w

English (LSJ)

(ληκώ)

   A = λαικάζω, aor. inf. ληκῆσαι Pherecr.177:—Pass., of the woman, Ar.Th.493; ληκούμεσθ' (sic) Pherecr.l.c.    II ληκᾶν· τὸ πρὸς ᾠδὴν ὀρχεῖσθαι, Hsch.

Greek (Liddell-Scott)

ληκάω: λαικάζω: ἀπαρ. ἀορ. ληκῆσαι Φερεκράτ. ἐν Ἀδήλ 44. - Παθ., ἐπὶ γυναικός, Ἀριστοφ. Θεσμ. 494· ληκούμεσθ’ (οὕτως ἀντὶ ληκώμεσθ’) ὅλην τὴν νύκτα, τουτέστι διαπαιζόμεθα, Φερεκρ. ἔνθ’ ἀνωτ.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
c. βινέω, « sauter » (une femme) Hsch.
Étymologie: DELG cf. λικερτίζω.

Greek Monolingual

ληκάω (Α)
1. πορνεύω
2. (κατά τον Ησύχ.) «ληκᾱν
τὸ πρὸς ᾠδὴν ὀρχεῑσθαι».
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. ληκάω (πρβλ. πηδάω) είναι επιτατ. τύπος. Ανάγεται σε ΙΕ ρίζα lēk- «πηδώ, κάμπτω, σπαρταρώ» (πρβλ. λεττον. lēkaju, lēkat «πετώ, πηδώ, σκιρτώ», λιθουαν. lekiu, lēkti «πετώ, τρέχω»). Η λ. συνδέεται με τα λαξ, λακτίζω και πιθ. με γλώσσα που παραδίδει ο Ησύχιος: λικερτίζειν «σκιρτᾶν»].