λιμναῖος

From LSJ
Revision as of 07:33, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (23)

ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν → love your neighbor as yourself, thou shalt love thy neighbour as thyself, love thy neighbour as thyself

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λιμναῖος Medium diacritics: λιμναῖος Low diacritics: λιμναίος Capitals: ΛΙΜΝΑΙΟΣ
Transliteration A: limnaîos Transliteration B: limnaios Transliteration C: limnaios Beta Code: limnai=os

English (LSJ)

α, ον, (λίμνη)

   A of or from the marsh, ὄρνιθας χερσαίους καὶ λ. both land-fowl and water-fowl, Hdt.7.119, cf. Ar.Av.272; of the crocodile, ἐὸν . . τετράπουν, χερσαῖον καὶ λ. ἐστι Hdt.2.68; λ. κρηνῶν τέκνα, of frogs, Ar.Ra.211; of the beaver, Nic. Al.307; of an eel, Diph.Siph. ap. Ath.8.355d (vulg. λιμνία) λ. φυτόν water-plant, Plu.2.399f.    2 of water, stagnant, Hp.Aër.7.    3 of or for marshes, λ. πλοῖον, σκάφος, PLond.2.317.9 (ii A.D.), Hld.1.31; λ. ἄνεμοι Hsch.    II (Λίμναι) of or from Limnae, epith. of Dionysus, from his temple there, Call.Fr.37 P.: but Λιμναῖον, τό, a temple of Artemis at Limnae, on the borders of Laconia and Messenia, Str.8.4.9, cf. Paus.3.2.6: hence she was called Λιμνᾶτις v. λιμνήτης; also Λιμναία, epith. of Artemis at Sicyon and elsewhere, Id.2.7.6, etc.

German (Pape)

[Seite 48] im See, Sumpf lebend, wachsend; ὄρνιθες λιμναῖοι, Wasservögel, im Ggstz der χερσαῖοι, Her. 7, 119; bei Ar. Ran. 211 heißen die Frösche λιμναῖα κρηνῶν τέκνα; κάστωρ, Nic. Al. 307, φρύνη, 589. Auch φυτόν, Sumpfpflanze, Plut. de Pvth. or. 12.

Greek (Liddell-Scott)

λιμναῖος: -α, -ον, (λίμνη) ἀνήκων εἰς λίμνην ἢ ἐκ λίμνης, ὄρνιθας χερσαίους τε καὶ λ. Ἡρόδ. 7. 119, πρβλ. Ἀριστοφ. Ὄρν. 272· ἐπὶ τοῦ κροκοδείλου, ἐόν... τετράπουν, χερσαῖον καὶ λ. ἐστι Ἡρόδ. 2. 68· λ. κρηνῶν τέκνα, ἐπὶ τῶν βατράχων, Ἀριστοφ. Βάτρ. 211· ἐπὶ τοῦ κάστορος, Νικ. Ἀλ. 307· ἐπὶ τοῦ ἐγχέλεως, Δίφ. Σίφν. παρ’ Ἀθην. 355D (κοινῶς: λίμνια)· οὕτω. λ. φυτόν, ἔνυδρον φυτόν, Πλούτ. 2. 399F. 2) ἐπὶ ὕδατος, στάσιμον, λιμνάζον, Ἱππ. π. Ἀέρ. 283. 3) ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς λίμνην, λ. σκάφος Ἡλιόδ. 1. 31· λιμναῖοι ἄνεμοι, οἱ ἀπὸ τῶν λιμνῶν πνέοντες, Ἡσύχ. ΙΙ. (Λίμναι) ἐκ τῶν Λιμνῶν, ἐπίθ. τοῦ Βάκχου ἐκ τοῦ ἐκεῖ ναοῦ αὐτοῦ, Καλλ. Ἀποσπ. 280· - ἀλλὰ Λιμναῖον, τό, ναὸς τῆς Ἀρτέμιδος ἐν Λίμναις, κατὰ τὰ μεθόρια Λακωνικῆς καὶ Μεσσηνίας, Στράβ. 362, 364, πρβλ. 3. 2, 6· ἐξ οὗ ἐκαλεῖτο Λιμνᾶτις, ὁ αὐτ. 4. 4, 2., 4. 31, 3, κτλ.· ὑπῆρχεν ὡσαύτως Ἄρτεμις Λιμναία ἐν Σικυῶνι, ὁ αὐτ. 2. 7, 6· καὶ ἀλλαχοῦ.

French (Bailly abrégé)

α, ον :
qui vit dans les étangs ou les marais.
Étymologie: λίμνη.

Greek Monolingual

-α, -ο (Α λιμναῑος, -αία, -ον, ποιητ. θηλ. λιμνάς, -άδος) λίμνη
1. αυτός που ανήκει, αναφέρεται, υπάρχει ή ζει σε λίμνη (α. «λιμναία φυτά» β. «λιμναίος πολιτισμός» γ. «ὄρνιθας χερσαίους καὶ λιμναίους»
Ηρόδ.)
2. (για νερό) αυτό που λιμνάζει, στάσιμο
3. (για σκάφος) προορισμένο για λίμνη («οὐ γὰρ πλείονας οἷά τε φέρειν τὰ λιμναῑα σκάφη», Ηλιόδ.)
αρχ.
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην τοποθεσία τών Αθηνών Λίμνες, κοντά στην Ακρόπολη, ή προέρχεται από αυτήν
2. (το αρσ. ως κύριο όν.) ὁ Λιμναῑος
προσωνυμία του Διονύσου, από τον ναό του που βρισκόταν στην περιοχή Λίμνες
3. (το θηλ. ως κύριο όν.) ἡ Λιμναία
προσωνυμία της Αρτέμιδος και της Δήμητρος
4. (το ουδ. ως κύριο όν.) τὸ Λιμναῑον
ο ναός της Αρτέμιδος που βρισκόταν στα σύνορα της Λακωνικής και της Μεσσηνίας
5. φρ. «λιμναῑα κρηνών τέκνα» — οι βάτραχοι.