μεταποιώ
From LSJ
Ποιητὴς, ὁπόταν ἐν τῷ τρίποδι τῆς Μούσης καθίζηται, τότε οὐκ ἔμφρων ἐστίν → Whenever a poet is seated on the Muses' tripod, he is not in his senses
Greek Monolingual
(ΑΜ μεταποιῶ, -έω, σπάν. -όω)
μεταβάλλω την υφή ή τη μορφή ενός πράγματος, μετασκευάζω, μετασχηματίζω
μσν.
υποστηρίζω, συμπαρίσταμαι, βοηθώ
αρχ.
1. κάνω κάποιον να αλλάξει γνώμη, μεταπείθω
2. (με γεν.) καταδιώκω
3. (το μέσ.) μεταποιοῡμαι, -έομαι
(με γεν.) α) μοχθώ, κοπιάζω για κάτι, προσπαθώ, αγωνίζομαι
β) αντιποιούμαι, ιδιοποιούμαι, οικειοποιούμαι
4. (το παθ.) μεταποιοῡμαι, -όομαι
είμαι προικισμένος με διαφορετική ποιότητα.