μηλωτή

From LSJ
Revision as of 07:38, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (25)

οἱ μὲν εὐποροῦμεν οἱ δ' ἀλύομεν → some of us prosper and others are at our wit's end, some of us are prospering and others of us are at our wit's end

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μηλωτή Medium diacritics: μηλωτή Low diacritics: μηλωτή Capitals: ΜΗΛΩΤΗ
Transliteration A: mēlōtḗ Transliteration B: mēlōtē Transliteration C: miloti Beta Code: mhlwth/

English (LSJ)

ἡ, (μῆλον A)

   A sheepskin, any rough woolly skin, Philem.25, PTeb.38.22 (ii B.C.), LXX 3 Ki.19.13, Ep.Hebr.11.37, OGI629.32 (ii A.D.), A.D.Synt.191.9, Sch.Ar.V.670.    II (μήλη) = sq., Erot.s.v. κάτοπτρον.

German (Pape)

[Seite 173] ἡ, Schaaffell, wie Schol. Ar. Vesp. 670 ἀργέλοφοι erkl. τῆς μηλωτῆς οἱ πόδες; Schaafpelz, Philem. bei Poll. 10, 176; auch ζώνη ἐκ δέρματος, Suid.

Greek (Liddell-Scott)

μηλωτή: ἡ, (μῆλον) δέρμα προβάτου, πᾶσα δορὰ ἀκατέργαστος καὶ μαλλοφόρος, στρῶμα μηλωτήν τ’ ἔχει Φιλήμων ἐν «Εὐρίπῳ» 1, πρβλ. Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Σφ. 672· - ἐπὶ τοῦ ἱματισμοῦ τῶν μοναχῶν, «τὴν μηλωτὴν ἔχουσιν οἱ πάντοτε τὴν νέκρωσιν τοῦ Χριστοῦ ἐν τῷ σώματι περιφέροντες», μνημονεύεται ἐκ τοῦ Εὐαγρίου. - Καθ’ Ἡσύχ.: «μηλωτή· διφθέρα»· - οὕτω καὶ μηλωτάριον, τό, Ἰω. Μόσχος 2856Α, κλ., ἰδὲ Δουκάγγ.

English (Strong)

from melon (a sheep); a sheep-skin: sheepskin.

English (Thayer)

μηλωτης, ἡ (from μῆλον sheep, also a goat; as καμηλωτη (`camlet') from κάμηλος (cf. Lob. Paralip., p. 332)), a sheepskin: Clement of Rome, 1 Corinthians 17,1 [ET]. For אַדֶּרֶת an outer robe, mantle, the Sept. in שֵׂעָר אַדֶּרֶת, a mantle of hair, Sept. δέρρις τριχινη). In the Byzantine writings (Apoll. Dysk. 191,9) μηλοτη denotes a monk's garment.

Greek Monolingual

(I)
η (ΑΜ μηλωτή)
δέρμα προβάτου, προβειά ή κάθε ακατέργαστο και τριχωτό δέρμα ζώου
νεοελλ.-μσν.
είδος επενδύτη ή κάλυμμα τών ώμων που έχει κατασκευαστεί από τριχωτό δέρμα, ιδίως προβάτου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μῆλον (ΙΙ) «πρόβατο», πιθ. από αμάρτυρο ρ. μηλόω (πρβλ. κηρ-ωτή, πλακ-ωτή)].———————— (II)
μηλωτή, ἡ (Α) μηλώ
μήλη, καθετήρας.