μινυρίζω

From LSJ
Revision as of 07:39, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (25)

δυσφορέω περὶ τὰς ἀναστάσιας → feel ill on getting up

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μῐνυρίζω Medium diacritics: μινυρίζω Low diacritics: μινυρίζω Capitals: ΜΙΝΥΡΙΖΩ
Transliteration A: minyrízō Transliteration B: minyrizō Transliteration C: minyrizo Beta Code: minuri/zw

English (LSJ)

mostly pres. and impf.: aor. 1, Plu.2.56f: (μινυρός):—

   A complain in a low tone, whimper, whine, μή μοι . . παρεζόμενος μινύριζε Il.5.889; περὶ δὲ δμῳαὶ μινύριζον Od.4.719.    2 sing in a low tone, warble, hum, Ar.Av.1414, Pl.R.411a; μ. μέλη Ar.V.219; opp. λεληκέναι, Arist.HA618b31; of the voice of the ὑπάετος, ib.619a3.

German (Pape)

[Seite 188] mit leiser Stimme klagen, winseln, wimmern;Il. 5, 889 Od. 4, 719; μινυρίζοντες μέλη, Ar. Vesp. 919; Av. 1414; auch in Prosa, Plat. Rep. III, 411 a; Plut. Num. 4 u. a. Sp. geradezu für singen, mit dem Nebenbegriff des Schwachen, Schlechten. Bei Arist. H. A. 9, 32 neben βοᾶν von einem Adler.

Greek (Liddell-Scott)

μῐνῠρίζω: κατὰ τὸ πλεῖστον ἐν χρήσει κατ’ ἐνεστ. καὶ παρατ.: ἀόρ. α΄ παρὰ Πλουτ. 2. 56F: (μινυρός). Παραπονοῦμαι χαμηλῇ τῇ φωνῇ, θρηνῶ, ἀποδύρομαι ἠρέμα, κλαίω μὲ σιγηλὴν καὶ οἰκτρὰν φωνήν, μή μοι... παρεζόμενος μινύριζε Ἰλ. Ε. 889· περὶ δὲ δμωαὶ μινύριζον Ὀδ. Δ. 719· καθόλου, ᾄδω ἠρέμα καὶ χαμηλῇ τῇ φωνῇ, «τραγουδῶ» μὲ λεπτὴν καὶ ἥσυχον φωνήν, ὑποτονθορύζω ᾠδήν, Λατ. minurire, Ἀριστοφ. Ὄρν. 1414, Πλάτ. Πολ. 411Α· μ. μέλη Ἀριστοφ. Σφ. 219· ἐπὶ τῆς φωνῆς τοῦ ὑπαέτου, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ λεληκέναι, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 32, 3 καὶ 4. Πρβλ. μινύρομαι, κινυρίζω, Λατ. minurio.

French (Bailly abrégé)

seul. prés., impf. et ao. réc. ἐμινύρισα;
1 murmurer d’une voix plaintive;
2 p. ext. fredonner, gazouiller, acc..
Étymologie: μινυρός.

English (Autenrieth)

ipf. μινύριζον: whimper, whine, moan, Il. 5.889 and Od. 4.719.

Greek Monolingual

μινυρίζω)
1. παραπονιέμαι με σιγανή φωνή, σιγοκλαίω, κλαψουρίζω («εμινύριζεν ακόμη η θρηνώδης φωνή του βρέφους», Παπαδ.)
2. τραγουδώ με σιγανή φωνή, σιγοτραγουδώ («ὅδ' αὖ μινυρίζων δεῡρό τις προσέρχεται», Αριστοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Η λεξιλογική ομάδα μινυρός, μινυρίζω, μινύρομαι συνδέεται άμεσα με εκείνην τών κινυρός «θρηνώδης, γοερός», κινυρίζω, κινύρομαι «θρηνώ, οδύρομαι» (βλ. λ. κινυρός). Το λατ. minurrio «κλαψουρίζω» πρέπει να είναι δάνειο από την ελλ. σχηματισμένο κατά τον τύπο του ligurrio (πρβλ. επίσης λ. μύρομαι)].