μουντζουρώνω

From LSJ
Revision as of 11:55, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (26)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

μοχθεῖν τε βροτοῖσ(ιν) άνάγκη → and you mortals must endure trouble (Euripides' Hippolytus 208)

Source

Greek Monolingual

και μουτζουρώνω και μουζουρώνω (Μ μουντζουρώνω και μουρτζουλώνω και μουτζουλώνω) μουντζούρα
αλείφω το πρόσωπο κάποιου με καπνιά για διαπόμπευση
νεοελλ.
1. λερώνω κάποιον ή κάτι με μελάνι ή άλλη βαθύχρωμη ουσία
2. γράφω δυσανάγνωστα γράμματα, σχεδιάζω ορνιθοσκαλίσματα ή κάνω ακανόνιστα σχέδια
3. μτφ. ντροπιάζω, ατιμάζω
4. φρ. «αυτός μουντζουρώνει το χαρτί» — λέγεται για συγγραφέα κακό και πολυγράφο.