μουντζουρώνω
From LSJ
μοχθεῖν τε βροτοῖσ(ιν) άνάγκη → and you mortals must endure trouble (Euripides' Hippolytus 208)
Greek Monolingual
και μουτζουρώνω και μουζουρώνω (Μ μουντζουρώνω και μουρτζουλώνω και μουτζουλώνω) μουντζούρα
αλείφω το πρόσωπο κάποιου με καπνιά για διαπόμπευση
νεοελλ.
1. λερώνω κάποιον ή κάτι με μελάνι ή άλλη βαθύχρωμη ουσία
2. γράφω δυσανάγνωστα γράμματα, σχεδιάζω ορνιθοσκαλίσματα ή κάνω ακανόνιστα σχέδια
3. μτφ. ντροπιάζω, ατιμάζω
4. φρ. «αυτός μουντζουρώνει το χαρτί» — λέγεται για συγγραφέα κακό και πολυγράφο.