ξίδι
Ἴσον ἐστὶν ὀργῇ καὶ θάλασσα καὶ γυνή → Mulier et mare sunt isdem plane moribus → In ihrem Naturell sind Frau und Meerflut gleich
Greek Monolingual
το (Μ ξίδι και ξίδιν και ὀξίδιον)
ξινό υγρό που παρασκευάζεται από μία ποικιλία ποτών, και ιδίως του κρασιού, ή άλλων αλκοολούχων διαλυμάτων με οξική ζύμωση η οποία τα μετατρέπει σε υγρά που περιέχουν οξικό οξύ και που χρησιμοποιείται ως αρτυματικό, ως συντηρητικό λαχανικών και καρπών καθώς και στην αρωματοποιία, γνωστό σήμερα και με την κατ' ευφημισμόν ονομασία γλυκάδι
νεοελλ.
1. (κατ' επέκτ.) ελαφρύ, αδύνατο κρασί με υπόξινη γεύση
2. καθετί που έχει ξινή γεύση
3. μτφ. δύστροπος, κακότροπος άνθρωπος
4. φρ. «ας πιει ξίδι να του περάσει» — λέγεται περιφρονητικά για κάποιον που οργίζεται
5. παροιμ. α) «το αψύ ξίδι τ' αγγειό του χαλάει» — λέγεται για να δηλώσει ότι ο δύστροπος άνθρωπος φθείρει τον εαυτό του
β) «ξίδι χάρισμα, γλυκό σαν μέλι» — λέγεται για να δηλώσει ότι καθετί που χαρίζεται, όσο ευτελές και αν είναι, είναι πάντοτε ευπρόσδεκτο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μσν. (ο)ξίδιν < οξ-ίδιον, υποκορ. του όξος, με σίγηση του αρκτ. άτονου ο
(πρβλ. οφρύδιον: φρύδι). Η εσφαλμένη γρφ. της λ. με -υ- (ξύδι) από επίδραση της λ. οξύ. Η γραφή, εξάλλου, ξείδι είναι εσφ. και οφείλεται πιθ. στην επίσης εσφ. γρφ. οξείδιον, υποκορ. του οξύ].