παρακελεύομαι

From LSJ
Revision as of 12:04, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (30)

οἱ Κυρηναϊκοὶ δόξαις ἐχρῶντο τοιαύταις: δύο πάθη ὑφίσταντο, πόνον καὶ ἡδονήν, τὴν μὲν λείαν κίνησιν, τὴν ἡδονήν, τὸν δὲ πόνον τραχεῖαν κίνησιν → the Cyrenaics admitted two sensations, pain and pleasure, the one consisting in a smooth motion, pleasure, the other a rough motion, pain

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παρακελεύομαι Medium diacritics: παρακελεύομαι Low diacritics: παρακελεύομαι Capitals: ΠΑΡΑΚΕΛΕΥΟΜΑΙ
Transliteration A: parakeleúomai Transliteration B: parakeleuomai Transliteration C: parakeleyomai Beta Code: parakeleu/omai

English (LSJ)

   A recommend an action to one, prescribe, σοὶ ἕτερα τοιαῦτα Hdt.1.120, cf. Th.7.63, Lys.28.15, etc.; ταῦτα π. give this advice, Ar.V.530, Pl.Ap.31b; π. τινί c. inf., Id.Smp.221a, al.; τοῖς συμμάχοις π. μὴ ἀθυμεῖν X.HG1.1.24; π. ὅκως μὴ παρήσουσι . . Hdt.8.15, cf. Pl.Mx.248d; ὅτι . . X.HG1.1.14; π. πρός τινας μὴ ὑπομένειν Aeschin.2.1.    II exhort, encourage, τινι Isoc. 9.79, Pl.Phd.60e, etc.; ὁ Νικίας τοιαῦτα παρακελευσάμενος having delivered this address, Th.6.69: abs., encourage one another by shouting, Hdt.9.102; ἀλλήλοις π. X.An.4.2.11; ἐν ἑαυτοῖς π. ὡς . . Th.4.25.    III Act., Hp.Decent.16, Plb.7.16.2, 16.20.8:—Pass., παρακεκέλευστο orders had been given, Hdt.8.93; τὰ παρακελευόμενα ὑφ' ἡμῶν Pl.Ep.333a; χαίρειν παρεκελεύοντο Philostr.VA5.27.

German (Pape)

[Seite 482] (s. κελεύω), Einem Etwas gebieten, anrathen, τινί τι, Her. 1, 120; ὅπως, 8, 15, wie Plat. Menex. 248 d; ermuntern, antreiben, sowohl absolut, sich gegenseitig durch Zuruf ermuntern, Her. 9, 102, als gew. τινί, Plat. Apol. 29 d; Thuc. 2, 88, der auch ἐν ἑαυτοῖς παρακελευόμενοι sagt, 4, 25; Xen. Hell. 1, 1, 4; Isocr. 4, 14 u. Folgde; oft c. int.; vgl. auch ἐπικελεύω. – Auch pass., τὰ λεγόμενα καὶ παρακελευόμενα ὑφ' ὴμῶν, Plat. Epist. VII, 333 a; vgl. Pol. 10, 39, 2, der auch das act. hat, 7, 16, 2, vgl. 16, 20, 8; so auch einzeln bei Sp.

Greek (Liddell-Scott)

παρακελεύομαι: ἀποθ., ἐντέλλομαί τινι νὰ πράξῃ τι, παραινῶ, παραγγέλω, σοὶ ἕτερα τοσαῦτα Ἡρόδ. 1. 120, πρβλ. Θουκ. 7. 63, κτλ.· π. ταῦτα, δίδω ταύτην τὴν συμβουλήν, Πλάτ. Ἀπολ. 31Β· - ὡσαύτως, π. τινι μετ’ ἀπαρ., Λυσ. 181. 2, Πλάτ. Συμπ. 221Α, κ. ἀλλ.· π. τινι μὴ ἀθυμεῖν Ξεν. Ἑλλ. 1. 1, 24· π. τινι ὅκως .. Ἡρόδ. 8. 15· ὅτι …, Ξεν. Ἑλλ. 1. 1. 14· πρός τινα μὴ ὑπομένειν Αἰσχίν. 28. 5. ΙΙ. παρακινῶ, παρορμῶ, παραθαρρύνω, τινι Ἰσοκρ. 207Α, κτλ., Heind. εἰς Πλάτ. Φαίδωνα 60Ε· ὁ Νικίας τοιαῦτα παρακελευσάμενος, τοιούτους λόγους παρακελευστικοὺς εἰπών, Θουκ. 6. 69· κυρίως προτρέπω, παρορμῶ εἰς πρᾶξιν μήπω ἀρξαμένην, πρβλ. ἐπικελεύω· - ἀπολ., ἀμοιβαίως παραθαρρύνω καὶ παραθαρρύνομαι διὰ φωνῶν, Ἡρόδ. 9. 102· ἀλληλοις π. Ξεν. Ἀν. 4. 2, 11· ἐν ἑαυτοῖς π. Θουκ. 4. 25· πρβλ. διακελεύομαι. ΙΙΙ. τὸ ἐνεργ. εἶναι σπάνιον, οἷον ἐν Πολυβ. 7. 16, 2., 16. 20, 8· - ἀλλ’ ἔχομεν τὸν τύπον, παρακεκέλευστο, ἐπὶ παθητ. σημασίας, εἶχον δοθῆ διαταγαί, Ἡρόδ. 8. 93· τὰ παρακελευόμενα Πλάτ. Ἐπιστ. 333Α.

Greek Monolingual

και σπάν. ενεργ. τ. παρακελεύω Α
1. παραγγέλλω, προστάζω, δίνω εντολή σε κάποιον να κάνει κάτι
2. παρακινώ, παροτρύνω, ενθαρρύνω
3. εγκαρδιώνω και εγκαρδιώνομαι αμοιβαία, ταυτοχρόνως («θαρσήσαντες καὶ παρακελευόμενοι ἐν ἑαυτοῑς ὡς οἱ Λεοντῑνοι σφίσι», Θουκ.)
4. δίνω συμβουλή, συμβουλεύωπαρακελεύομαι ταῡτα», Πλάτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α)- + κελεύω «διατάζω»].