Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

οίαξ

From LSJ
Revision as of 12:07, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (28)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Θεὸν προτίμα, δεύτερον δὲ τοὺς γονεῖς → Post deum habeas parentes proximo loco → Vor allem ehre Gott, die Eltern gleich nach ihm

Menander, Monostichoi, 230

Greek Monolingual

και οίακας, ο (Α οἴαξ, ιων. τ. οἴηξ)
1. η λαβή του πηδαλίου, μοχλός που χρησιμεύει στη μετακίνηση του πηδαλίου, το δοιάκιοἷον πηδαλίων οἴακος ἀφέμενος», Πλάτ.)
2. (κατ' επέκτ.) το πηδάλιο, το τιμόνι («οἴακος εὐθυντῆρος ὑστάτου νεώς», Αισχύλ.)
3. μτφ. διακυβέρνηση, διοίκηση, διεύθυνση («ἐν πρύμνῃ πόλεως οἴακα νωμῶν», Αισχύλ.)
νεοελλ.
ανατ. εμβρυϊκός σχηματισμός που κατευθύνει τον όρχη κατά την κάθοδο του στο όσχεο και που κατά την μετεμβρυϊκή ζωή διατηρείται με τη μορφή του οσχεϊκού συνδέσμου
αρχ.
στον πληθ. οἱ οἴηκες
μτφ. κρίκοι πάνω στον ζυγό της άμαξας, μέσα από τους οποίους περνούν τα ηνία που κατευθύνουν τα υποζύγια, όπως ο οίακας κατευθύνει το πλοίο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. οἴαξ είναι παράγωγο σε -αξ (< IE -āk-), πρβλ. πόρπᾱξ, τρόπηξ, ενός θέματος σε -ο- η σε -- που μαρτυρείται στο φινοουγγρ. δάνειο από τη Βαλτική aisa «υποστήριγμα φορείου» (ΙΕ oisā-, oiso-). Στο ίδιο θέμα ανάγονται πιθ. και τα σλοβεν. oje, ojesa «τιμόνι», αρχ. ινδ. īsa «τιμόνι», αβεστ. aēsa «αλέτρι» και χετιττ. hišša, «τιμόνι». Στην Ελληνική η λ. οἴαξ χρησιμοποιήθηκε για να δηλώσει αποκλειστικά το τιμόνι του πλοίου (πρβλ. και λ. ιστός). Από το υποκορ. οιάκιον του οἴαξ σχηματίστηκε με παρετυμολογική επίδραση του διοικώ και ο τ. δοιάκι].