ὀκτάπους
Ὁ δὲ μὴ δυνάμενος κοινωνεῖν ἢ μηδὲν δεόμενος δι' αὐτάρκειαν οὐθὲν μέρος πόλεως, ὥστε ἢ θηρίον ἢ θεός → Whoever is incapable of associating, or has no need to because of self-sufficiency, is no part of a state; so he is either a beast or a god
English (LSJ)
ὁ, ἡ, πουν, τό, gen. ποδος,
A eight-footed, καρκίνοι Batr.298 ; πάγουρος AP6.196 (Stat.Flacc.). II Subst., ὀκτάπους, ὁ, Octopus vulgaris, Alex.Trall.7.1. 2 Scythian name for one who possessed two oxen and a cart, Luc.Scyth. 1.
German (Pape)
[Seite 317] ποδος, achtfüßig, acht Fuß lang; nach Luc. Scyth. 1 hieß so bei den Scythen, wer ein Joch, zwei Ochsen besaß.
Greek (Liddell-Scott)
ὀκτάπους: ὁ, ἡ, -πουν, τό, ὁ ἔχων ὀκτὼ πόδας, Βατραχομ. 310, Ἀνθ. Π. 6. 196· ― ὁ δύο βοῶν καὶ μιᾶς ἁμάξης δεσπότης παρὰ Σκύθαις, Λουκ. Σκύθ. Ι.
French (Bailly abrégé)
ους, ουν ; gén. ὀκτάποδος
qui possède un attelage à huit pieds, càd une paire de bœufs.
Étymologie: ὀκτώ, πούς.
Greek Monolingual
-ουν (ΑΜ ὀκτάπους και ὀκτώπους, -ουν)
1. αυτός που έχει οκτώ πόδια
2. το αρσ. ως ουσ. ο οκτάπους και οκτώπους
ζωολ. το χταπόδι
νεοελλ.
(το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα οκτάποδα ζωολ. τα οκτώποδα
αρχ.
1. αυτός που έχει μήκος ίσο με οκτώ πόδια
2. αυτός που έχει έκταση ίση με οκτώ τετραγωνικά πόδια
3. το αρσ. ως ουσ. ο σκορπιός
4. (το αρσ. πληθ. ως ουσ.) οἱ ὀκτάποδες
(στους Σκύθες) κοινωνική τάξη της οποίας τα μέλη κατείχαν δύο βόδια και μία άμαξα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀκτα- (βλ. λ. οκτώ) + -πους (< πούς), πρβλ. εννεά-πους].