ορίζοντας

From LSJ
Revision as of 12:10, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (29)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

τραχὺς ἐντεῦθεν μελάμπυγός τε τοῖς ἐχθροῖς ἅπασιν → he is a tough black-arse towards his enemies, he is a veritable Heracles towards his enemies

Source

Greek Monolingual

ο (Α ὁρίζων)
η κυκλοτερής νοητή γραμμή κατά την οποία ο ουρανός φαίνεται να εφάπτεται με το έδαφος ή με την επιφάνεια της θάλασσας
νεοελλ.
1. αστρον. ο μέγιστος κύκλος της ουράνιας σφαίρας που σχηματίζεται από την τομή της με το οριζόντιο επίπεδο
2. (εδαφολ.) χαρακτηριστικό στρώμα του εδάφους που αποτελεί τμήμα μιας διαφοροποιημένης από χημική και βιολογική άποψη εδαφικής σειράς σε μία κάθετη τομή του εδάφους
3. μτφ. α) τα όρια μέσα στα οποία εκτείνονται γνώσεις, ενέργειες, αντιλήψεις, προοπτικές ή αποτελέσματα (α. «η ανακάλυψη της πενικιλίνης άνοιξε νέους ορίζοντες στη θεραπευτική» β. «η παιδεία ανοίγει τους πνευματικούς ορίζοντες του ανθρώπου»)
β) κατάσταση, κύκλος πραγμάτων («ο πολιτικός ορίζοντας είναι πολύ σκοτεινός»)
4. φρ. α) «ορίζοντας ασυρμάτου»
(ραδιοηλ.) ο τόπος τών σημείων της γήινης επιφάνειας στα οποία τα κύματα που εκπέμπονται απευθείας από τον ασύρματο εφάπτονται με την επιφάνεια του εδάφους
β) «ορίζοντας συμβάντων» ή «ορίζοντας γεγονότων»
(φυσ.-αστρον.) η νοητή γραμμή πέρα από την οποία η παρατήρηση τών γεγονότων δεν είναι δυνατή ή εμποδίζεται κατά έναν ορισμένο τρόπο
γ) «στρωματογραφικός ορίζοντας»
γεωλ. συγκεκριμένου πάχους γεωλογικό στρώμα το οποίο είναι σαφώς καθορισμένο όσον αφορά τον τύπο του πετρώματος, τη δομή, τα περιεχόμενα απολιθώματα και τα άλλα φυσικά χαρακτηριστικά του, καθώς και τα στρωματογραφικά όριά του
αρχ.
1. (στη φιλοσοφία τών Πυθαγορείων) ονομασία του αριθμού 9, επειδή με αυτόν τελειώνει η σειρά τών μονάδων
2. ο μεσημβρινός που τέμνει άλλον μεσημβρινό.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ουσιαστικοποιημένος τ. του αρσ. της μτχ. του ρήματος ὁρίζω. Τον τ. ορίζων δανείστηκε η Λατινική (πρβλ. λατ. horizon) και από αυτήν οι άλλες ευρωπαϊκές γλώσσες (πρβλ. αγγλ. horizon, γερμ. Horizont, γαλλ. horizon)].