ὀστάγρα

From LSJ
Revision as of 12:11, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (29)

Ὁ δὲ μὴ δυνάμενος κοινωνεῖν ἢ μηδὲν δεόμενος δι' αὐτάρκειαν οὐθὲν μέρος πόλεως, ὥστε θηρίον θεός → Whoever is incapable of associating, or has no need to because of self-sufficiency, is no part of a state; so he is either a beast or a god

Aristotle, Politics, 1253a25
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀστάγρα Medium diacritics: ὀστάγρα Low diacritics: οστάγρα Capitals: ΟΣΤΑΓΡΑ
Transliteration A: ostágra Transliteration B: ostagra Transliteration C: ostagra Beta Code: o)sta/gra

English (LSJ)

   A, (ὀστέον) forceps for extracting splinters of bone, Sor.2.63, Gal.10.449, Heliod. ap. Orib.44.11.7.    II = ὀστεοκόπος, Thphr. Lass.2.

German (Pape)

[Seite 398] ἡ, die Zange, um die Splitter zerbrochener Knochen herauszuholen, Galen., auch ein Kraut.

Greek (Liddell-Scott)

ὀστάγρα: ἡ, (ὀστέον) λαβὶς πρὸς ἐξαγωγὴν συντριμμάτων ὀστῶν, Γαλην. ΙΙ. = ὀστεοκόπος Ι, Θεοφρ. Ἀποσπ. 7. 2.

Greek Monolingual

η (Α ὀστάγρα)
η οστεάγρα
αρχ.
1. λαβίδα χρήσιμη για την εξαγωγή συντριμμάτων οστού
2. οστεοκόπος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀστέον / ὀστοῦν + ἄγρα «κυνήγι» (πρβλ. μυ-άγρα, πυρ-άγρα)].