παπαῖ
ὁ δὲ πείσεται εἰς ἀγαθόν περ → he will obey you to his profit, he will obey you for his own good end
English (LSJ)
(not παπαί, Hdn.Gr.2.933), exclam. of suffering, whether mental, as A.Pers.1031, or (more freq.) physical, Ar.Ach.1214, etc.; doubled, A.l.c., Ag.1114;
A φεῦ παπαῖ, παπαῖ μάλ' αὖθις S.Ph.792; also παππαπαππαπαῖ ib.754; παπαῖ, ἀπαππαπαῖ, παπᾶ παπᾶ παπᾶ παπαῖ ib.746. II of surprise, Hdt.8.26; π., οἷον λέγεις you don't say so!, Pl.Lg.704c; also παπαπαπαῖ Ar.Th.1191: c. gen., παπαῖ τῶν ἐπαίνων Luc.Cont.23; expressing scorn, S.Fr.153.
German (Pape)
[Seite 466] (so und nicht παπαί zu accentuiren nach Hdn. περὶ μον. λ. p. 27, 13; vgl. Arcad. p. 183, 18), Ausruf des Schmerzes, papae; Aesch. Pers. 988 Ag. 1085 Eum. 252 Soph. Phil. 735 O. C. 549 El. 855; παπαῖ φεῦ verbunden, Phil. 774; παπαῖ μάλα, 775; παπαῖ μάλ' αὖθις, 782, Eur. Herc. F. 1120 Cycl. 110; Ar. Lys. 215 u. oft. – Auch Ausruf der Verwunderung; Her. 8, 26; Eur. Cycl. 572; παπαῖ, οἷον λέγεις, Plat. Legg. IV, 704 b; Sp., die es auch mit dem gen. verbinden, παπαῖ τῶν ἐπαίνων, Luc. Contempl. 23. – Vgl. auch πόποι.
Greek (Liddell-Scott)
πᾰπαῖ: (οὐχὶ παπαί, Ἡρῳδιαν. π. μον. λέξ. 27. 13), ἐπιφώνημα ὀδύνης, Τραγ.· μάλιστα σωματικῆς ὀδύνης ἢ πόνου, Λατ. vae, Αἰσχύλ. Πέρσ. 1029, Σοφ. Φ. 734 κἑξ., Ἀριστοφ. Ἀχ. 1214· διπλασιαζόμενον, Αἰσχύλ. ἔνθ’ ἀνωτ., Ἀγ. 1114· φεῦ παπαῖ, παπαῖ μάλ’ αὖθις Σοφ. Φ. 792· ὡσαύτως, παππαπαππαπαῖ αὐτόθι 754· παπαῖ, ἀπαππαπαῖ, παπαπαππαπαππαπαππαπαῖ αὐτόθι 746. ΙΙ. ἐπιφώνημα ἐκπλήξεως, ὡς τὸ Λατ. papae, «μπᾶ!» Ἡρόδ. 8. 26, Σοφ. Ἀποσπ. 165, Πλάτ. Νόμ. 704Β· μετὰ γεν., παπαῖ τῶν ἐπαίνων Λουκ. Χάρ. ἢ Ἐπισκοπ. 23· - ὡσαύτως, παπαπαπαῖ Ἀριστοφ. Θεσμ. 1191.
French (Bailly abrégé)
interj.
ah ! oh ! :
1 cri de douleur ; παππαπαππαπαῖ SOPH, παπαῖ φεῦ SOPH, φεῦ παπαῖ παπαῖ SOPH hélas ! ah ! ah !;
2 cri d’étonnement : bigre ! ; παπαῖ, σοφόν γε τὸ ξύλον τῆς ἀμπέλου EUR Cycl.572 oh ! oh ! qu’il est habile le bois de la vigne !;
3 cri de joie.
Étymologie: pê apparenté à πόποι¹.
Greek Monolingual
και παπαιάξ Α
επιφών.
1. για μεγάλη θλίψη, οδύνη ή σωματικό πόνο) πω, πω, αλίμονο
2. για θαυμασμό ή χαρά με έκπληξη
3. για αποστροφή και περιφρόνηση.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ονοματοποιημένη λ. (πρβλ. βαβαί, βαβάζω). Το λατ. papae (πρβλ. babae) είναι δάνειο από την Ελληνική].