παραλογιστικός

From LSJ
Revision as of 12:13, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (31)

μελετᾶν οὖν χρὴ τὰ ποιοῦντα τὴν εὐδαιμονίαν, εἴπερ παρούσης μὲν αὐτῆς πάντα ἔχομεν, ἀπούσης δὲ πάντα πράττομεν εἰς τὸ ταύτην ἔχειν → one must practice the things which produce happiness, since if that is present we have everything and if it is absent we do everything in order to have it | so we must exercise ourselves in the things which bring happiness, since, if that be present, we have everything, and, if that be absent, all our actions are directed toward attaining it

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παραλογιστικός Medium diacritics: παραλογιστικός Low diacritics: παραλογιστικός Capitals: ΠΑΡΑΛΟΓΙΣΤΙΚΟΣ
Transliteration A: paralogistikós Transliteration B: paralogistikos Transliteration C: paralogistikos Beta Code: paralogistiko/s

English (LSJ)

ή, όν,

   A fallacious, Arist.Rh.1367b4 ; given to fallacious reasoning, Id.SE172b3, Jul.Or.7.216a. Adv. -κῶς Poll.9.135; gloss on παραβλήδην, Sch.A.R.3.107.

German (Pape)

[Seite 488] ή, όν, zum Betrügen, Täuschen durch falsche Rechnungen od. Trugschlüsse gehörig; Arist. rhet. 1, 9; Pol. 9, 13, 5; Erklärung von αἱμύλιος, Schol. Od. 1, 56. – Auch adv., Schol. Ap. Rh. 3, 107.

Greek (Liddell-Scott)

παραλογιστικός: -ή, -όν, ὁ ἀνήκων εἰς τὸ ἀπατᾶν ἢ πλανᾶν, Ἀριστ. Ρητ. 1. 9, 29, π. Σοφ. Ἐλέγχ. 11, 12. Ἐπίρρ. -κῶς, Πολυδ. Θ΄, 135.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
qui concerne l’art de tromper par des raisonnements captieux.
Étymologie: παραλογίζομαι.

Greek Monolingual

-ή, -ό, ΝΑ παραλογίζομαι
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον παραλογισμό, χαρακτηριστικός του παραλογισμού
2. αυτός που είναι επιτήδειος ή επιρρεπής σε ψευδείς, εσφαλμένους συλλογισμούς.
επίρρ...
παραλογιστικῶς Α
με παραλογιστικό τρόπο.