πήξη

From LSJ
Revision as of 12:17, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (32)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

η / πήξις, -εως,και ιων. -ιος, ΝΜΑ πήγνυμι
1. η σύμπηξη, η συνένωση, η συναρμογή, κυρίως ξύλινων κομματιών
2. το μπήξιμο, το χώσιμο πασσάλων στη γη
3. η μεταβολή της υγράς κατάστασης ενός σώματος σε στερεά, το πήξιμο, το πάγωμα, ιδίως εξαιτίας του ψύχους
νεοελλ.
1. (βιολ.-βιοχ.) κροκίδωση, θρόμβωση
2. (φυσ.-χημ.-μεταλργ.) το φαινόμενο της μετάβασης ενός σώματος από ρευστή φάση στη στερεά
3. φρ. «σημείο πήξης»
φυσ.-χημ. η θερμοκρασία στην οποία συντελείται η στερεοποίηση ενός υγρού
μσν.
η ψύξη, το πάγωμα τών πραγμάτων που βρίσκονται στο ύπαιθρο εξαιτίας του χειμώνα («δριμὺς ὁ χειμών... ἀλγεινὴ ἡ πήξις», Μηναί.)
αρχ.
1. (για φυτά) σχηματισμός και έκκριση κολλώδους ουσίας, κόμμεως, γόμμας
2. φρ. «πῆξιν λαμβάνω» — αποκτώ στερεότητα, γίνομαι σταθερός, ακλόνητος (Χρύσ. Στωικ.).