πνευμοθώρακας
Greek Monolingual
και πνευμονοθώρακας, ο, Ν
ιατρ.
1. κατάσταση κατά την οποία συγκεντρώνεται αέρας μέσα στην κοιλότητα του υπεζωκότα, προκαλώντας την διάτασή της και συμπιέζοντας έτσι τον υποκείμενο πνεύμονα
2. φρ. α) «τεχνητός πνευμοθώρακας» — παλαιότερη μέθοδος που χρησιμοποιήθηκε για τη θεραπεία της φυματίωσης και που συνίστατο στην ένεση αέρα στην κοιλότητα του υπεζωκότα με βελόνη, γεγονός που προκαλούσε συμπίεση του υποκείμενου πνεύμονα, απαλλάσσοντάς τον από την καταπόνηση τών αναπνευστικών κινήσεων μέχρι την επούλωση
β) «αυτόματος πνευμοθώρακας» — η είσοδος αέρα στην υπεζωκοτική κοιλότητα μέσω μιας μη φυσιολογικής επικοινωνίας μεταξύ υπεζωκότα και βρόγχων συνεπεία φυματιώσεως ή άλλης πνευμονικής νόσου
γ) «τραυματικός πνευμοθώρακας» — συγκέντρωση αέρα που προκαλείται από διατιτραίνοντα τραύματα ή από άλλες βλάβες στο θωρακικό τοίχωμα, ύστερα από τα οποία ο αέρας αναρροφάται μέσω του ανοίγματος προς τον υπεζωκοτικό χώρο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. pneumothorax (< πνεύμα + θώραξ). Η λ. στον λόγιο τ. πνευμοθώραξ, μαρτυρείται από το 1879 στον Γ. Καραμήτσα].