προσέγγιση

Revision as of 12:22, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (34)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

η / προσέγγισις, -ίσεως, ΝΑ προσεγγίζω
πλησίασμα, ζύγωμα
νεοελλ.
1. (για πλοίο) είσοδος σε λιμάνι, άφιξη, στάθμευση
2. ομοιότητα, αναλογία, αντιστοιχία
3. (σχετικά με θέμα, ζήτημα, πρόβλημα) αντιμετώπιση, εξέταση, πραγμάτευση («πρόκειται πράγματι για μια πρωτότυπη και δημιουργική προσέγγιση»)
4. φρ. α) «κατά προσέγγιση» — με μικρή διαφορά, περίπου.