προσποίηση

From LSJ
Revision as of 12:23, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (35)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

ἔνθα οὐκ ἔστι πόνος, οὐ λύπη, οὐ στεναγμός, ἀλλὰ ζωὴ ἀτελεύτητοςwhere there is no pain, no sorrow, no sighing, but life everlasting

Source

Greek Monolingual

η / προσποίησις, -ήσεως, ΝΜΑ προσποιοῡμαι
ψεύτικος και υποκριτικός τρόπος συμπεριφοράς, επιτήδευση, υποκρισία
νεοελλ.
(στα ομαδικά αθλήματα) εξαπάτηση αντίπαλου παίκτη με κατάλληλη κίνηση του σώματος
αρχ.
1. το να παίρνει κανείς κάτι για τον εαυτό του, η πρόσκτηση
2. απαίτηση, αξίωση
3. ανάρμοστη οικειοποίηση πραγμάτων που ανήκουν σε άλλους, σφετερισμός («ἡ δὲ προσποίησις ἡ μὲν ἐπὶ τὸ μεῑζον, ἀλαζονεία», Αριστοτ.).