Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

προστατικός

From LSJ
Revision as of 12:23, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (35)

Ἀναβάντα γὰρ εἰς τὴν ἀκρόπολιν, καὶ διὰ τὴν ὑπερβολὴν τῆς λύπης προσκόψαντα τῷ ζῆν, ἑαυτὸν κατακρημνίσαι → For he ascended the acropolis and then, because he was disgusted with life by reason of his excessive grief, cast himself down the height

Diodorus Siculus, 4.61.7
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προστᾰτικός Medium diacritics: προστατικός Low diacritics: προστατικός Capitals: ΠΡΟΣΤΑΤΙΚΟΣ
Transliteration A: prostatikós Transliteration B: prostatikos Transliteration C: prostatikos Beta Code: prostatiko/s

English (LSJ)

ή, όν,

   A of or for a προστάτης 11.1, ἐκ π. ῥίζης ἐκβλαστάνει [τύραννος] Pl.R. 565d.    2 magnificent, τὸ τῆς τιμῆς σεμνὸν καὶ π. Plb.6.33.9, al. Adv. -κῶς, σεμνῶς καὶ π. Id.5.88.4.    3 ready to champion or protect, π. καὶ βοηθητικός Plu.Thes.36.    4 -κόν, τό, name of a charge included in a lease, POxy.590 (ii A.D.).

German (Pape)

[Seite 782] ή, όν, zum Vorsteher gehörig, Plat. Rep. VIII, 565 d u. Folgde; ἐπισημασία εὐνοϊκὴ καὶ προστατική, des Wohlwollens und der Ehre, Pol. 6, 6, 8; τὸ τῆς τιμῆς σεμνὸν καὶ προστατικόν, 6, 33, 9; u. so auch σεμνῶς καὶ προστατικῶς, 5, 88, 4; Plut.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
qui concerne le président, le chef, le patron.
Étymologie: προστάτης.

Greek Monolingual

-ή, -ό / προστατικός, -ή, -όν, ΝΑ
νεοελλ.
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον αδένα προστάτη («προστατικό υγρό»)
2. το αρσ. ως ουσ. ο προστατικός
αυτός που πάσχει από νόσο του προστάτη
3. φρ. «προστατική μοίρα ουρήθρας» — το αρχικό τμήμα της ανδρικής ουρήθρας που διασχίζει τον προστάτη
αρχ.
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε προστάτη, σε αρχηγό («ἐκ προστατικῆς ῥίζης ἐκβλαστάνει τύραννος», Πλάτ.)
2. αυτός που είναι έτοιμος, πρόθυμος να παράσχει προστασία («προστατικὸς καὶ βοηθητικός», Πλούτ.)
3. το ουδ. ως ουσ. τὸ προστατικόν
α) ύφος που ταιριάζει σε αρχηγό
β) συνεκδ. μεγαλοπρεπές ύφος
γ) υποχρέωση, απαίτηση που περιλαμβάνεται σε συμβόλαιο μίσθωσης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προστάτης. Η λ., ως επιστημον. όρος της Νέας Ελληνικής, είναι αντιδάνεια, πρβλ. αγγλ. prostatic < prostate < προστάτης].