πτύρω

From LSJ
Revision as of 12:24, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (35)

πρὸς ὀλίγον ἡσθεὶς ναυτιᾷ → having been delighted a very little while, he is nauseated

Source

German (Pape)

[Seite 811] scheu machen, pass. scheu werden; von Pferden, D. Sic. 2, 19, ἐντρόμου τοῦ ἵππου γενομένου καὶ πτυρέντος, Plut. Fab. 3; Marcell. 6, u. a. Sp.; übh. in Schrecken gerathen, fürchten, οὐκ ἂν πτυρείης τὸν θάνατον, Plat. Ax. 370 a.

French (Bailly abrégé)

f. πτυρῶ, ao. ἔπτυρα;
Pass. ao.2 ἐπτύρην;
effrayer ; Pass. s’effrayer.
Étymologie: cf. πτοέω.

English (Strong)

from a presumed derivative of πτύω (and thus akin to πτοέω); to frighten: terrify.

English (Thayer)

(cf. Curtius, p. 706)); to frighten, affright: present passive participle πτυρόμενος, Hippocrates (430 B.C.>), Plato, Diodorus, Plutarch, others.)

Greek Monolingual

Α
1. (συν. το μέσ.) πτύρομαι
φοβάμαι, τρομάζω (α. «ἵνα δι' αὐτὸ κακῶς μοι ἔχῃ ἡ ψυχή... ταπεινουμένη, ὀρεγομένη... πτυρομένη;», Μάρκ. Αυρ.
β. «συνέβαινε πτύρεσθαι τοὺς τῶν Ἰνδῶν ἵππους», Διόδ. Σικ.
γ. «καὶ μὴ πτυρόμενοι ἐν μηδενὶ ὑπὸ τῶν ἀντικειμένων», ΚΔ)
2. (σπαν. ενεργ.) φοβίζω («πτύραντες τοὺς ὄχλους», Κλήμ. Αλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Έχει διατυπωθεί η άποψη ότι το ρ. πτύρομαι προέρχεται από τα συγγενή νοηματικώς πτοῶ, πτήσσω κατ' επίδραση τών ὀδύρομαι, μύρομαι.