πώλος

From LSJ
Revision as of 12:25, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (35)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

κατ' ἀρχῆς γὰρ φιλαίτιος λεώςpeople are always ready to blame the rulers, people are against authority, people were fond of anything by which they could call authority in question

Source

Greek Monolingual

ο / πῶλος, Ν ΜΑ
ζωολ. γενική ονομασία τών νεαρών ιπποειδών, αλλ. πουλάρι
αρχ.
1. (γενικά) μικρό ή νεαρό ζώο (α. «κάμηλος πῶλος», πάπ.
β. «πῶλοι βουβαλίδων», Αιλ.)
2. κορινθιακό νόμισμα που ονομάστηκε έτσι επειδή έφερε την εικόνα του Πήγασου
3. τίτλος ιέρειας της Δήμητρος ή της Περσεφόνης
4. (στην Αίγυπτο) τίτλος ιέρειας της Ίσιδος («ἱερὸς πῶλος Ἴσιδος», πάπ.)
5. μτφ. α) νεαρή κόρη, κορίτσι
β) (σπάνια) νεαρός, παλληκάρι
γ) πόρνη («πῶλοι Κυπρίδος», Εύβουλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. πῶλος (< pōu-lo-s) συνδέεται με τα γερμ. Fohlen / Fullen «πουλάρι» (πρβλ. και λατ. pullus «πουλάρι») και, κατά την επικρατέστερη άποψη, ανάγεται στην ΙΕ ρίζα pew-/ pow- με σημ. «λίγος, μικρός» (πρβλ. παῖς, λατ. puer «παιδί»). Ο δυσερμήνευτος μακρόχρονος φωνηεντισμός -ω- του τ. αντιστοιχεί στο αλβαν. pele «φοράδα» και πιθ. στο αρμεν. ul «κατσικάκι». Ο τ. απαντά ήδη στη Μυκηναϊκή (πρβλ. μυκην. poro)].