ρύμα

From LSJ
Revision as of 12:26, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (36)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

τὸ ὅλον τόδε ποσαπλάσιον τοῦδε γίγνεται → how many times greater is this whole sum than that one

Source

Greek Monolingual

(I)
-ύματος, τὸ, Α
βλ. ρύμα.———————— (II)
-ύματος, τὸ, Α
1. υπεράσπιση, προστασία ή και σωτηρία
2. προπύργιο («μέγιστον ῥῡμα τῶν πολλῶν κακῶν [[[θάνατος]]]», Αισχύλ.)
3. στον πληθ. τὰ ῥύματα
τα βοηθήματα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ῥύ- του ἔρυμαι «σώζω, προστατεύω» [βλ. λ. ἐρύω (ΙΙ)] + κατάλ. -μα (πρβλ. τμή-μα)].———————— (III)
-ατος, τὸ, (Α, ῥύμα)
1. καθετί που ρέει, το ρεύμα
2. ο ποταμός.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για μτγν. τ. της λ. ῥεῦμα που έχει σχηματιστεί από τη μηδενισμένη βαθμίδα ῥυF- του ῥέω (πρβλ. ῥύ-αξ, ῥύ-σις)].———————— (IV)
το / ῥῡμα, -ύματος, ΝΑ
ναυτ. σχοινί κατάλληλο για ρυμούλκηση, παλαμάρι
αρχ.
1. αυτό που σύρεται, όπως λ.χ. είναι το τόξο («τόξου ῥῡμα» — οι Πέρσες τοξότες, σε αντιδιαστολή προς τους «λόγχης ἰσχύς», που ήταν οι λογχοφόροι Έλληνες, Αισχύλ)
2. το διάστημα, η απόσταση που διατρέχει το τόξευμα, ώσπου να πλήξει τον στόχο του («πεζὸν ἂν διώκων καταλαμβάνοι ἐκ τόξου ῥύματος», Ξεν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ῥῡ του ἐρύω «σύρω, τραβώ» [βλ. λ. ἐρύω (Ι)] + κατάλ. -μα (πρβλ. δρά-μα, κύ-μα)].