σειραφόρος
Ἑαυτὸν οὐδεὶς ὁμολογεῖ κακοῦργος ὤν → Nemo maleficus se fatetur maleficum → Von sich gibt keiner zu, dass er ein Schurke ist
English (LSJ)
Ion. σειρηφ-, ον (sc. ἵππος), a horse
A which draws by the trace only (being harnessed by the side of the pair under the yoke, οἱ ζύγιοι), trace-horse: hence metaph., sts. yoke-mate, coadjutor, A.Ag.842; sts. one who has light work, ib.1640, cf. Ar.Nu.1300; σ. [κάμηλος] attached like a trace-horse, Hdt.3.102. II carrying a lasso, v. σειρά 1.3.
German (Pape)
[Seite 868] ion. σειρηφόρος, Lob. Phryn. 645, – 1) seiltragend; gew. ὁ σειραφόρος, mit u. ohne ἵππος, das Pferd, das am Seil, an der Leine, nicht im Joche zieht, das Handpferd, das neben dem in's Joch gespannten, od., wie wir sagen, »auf der Wildbahn« geht; das Viergespann hatte in der Mitte zwei ζύγιοι, daneben zwei σειραφόροι, auf jeder Seite einen; πῶλοι, Eur. I. A. 223; ζεύξω βαρείαις οὔτι μὴ σειραφόρον κριθῶντα πῶλον, Aesch. Ag. 1624; übertr., ζευχθεὶς ἕτοιμος ἦν ἐμοὶ σειραφόρος, 816, ein Genosse; Ar. Nubb. 1282; eben so κάμ ηλος σ., Her. 3, 102, u. ὄνος. – 2) einen Fallstrick od. Fangstrick tragend (s. σειρά), so hießen die Parther, Suid.
Greek (Liddell-Scott)
σειρᾱφόρος: Ἰων. σειρηφ-, ον, ὁ διὰ σχοινίου ὁδηγούμενος, κάμηλος Ἡρόδ. 3. 102. 2) σειραφόρος (ἐξυπακ. ἵππος), ὁ, ἵππος σύρων τὴν ἅμαξαν μόνον διὰ τοῦ σχοινίου (ἢ ἱμάντος) ὤν προσδεδεμένος πλαγίως παρὰ τοὺς συνήθεις δύο ἵππους τοὺς ὑπὸ τὸν ζυγὸν (οἱ ζύγιοι), καὶ παρατρέχων αὐτοῖς, ὥστε τὸ σειραφόρος λαμβάνεται καὶ μεταφορικῶς ὁτὲ μὲν ἐπὶ βοηθοῦ, Αἰσχύλ. Ἀγ. 842· ὁτὲ δὲ ἐπὶ ἔχοντος ἐλαφρὸν καὶ εὔκολον ἔργον, αὐτόθι 1640, πρβλ. Ἀριστοφ. Νεφ. 1300. - Ἡ συνήθης ἅμαξα εἶχε δύο ζυγίους, ἡ δὲ τέθριππος εἶχε δύο ζυγίους καὶ δύο σειραφόρους, ― Πρβλ. σειραῖος, παράσειρος, δεξιόσειρος, παρήορος. ΙΙ ὁ φέρων βρόχον, ἴδε σειρὰ Ι. 3. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «σειραφόρον· ἡγεμονικόν, μετῆκται δὲ ἀπὸ τῶν δεξιοσείρων ἵππων».
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
litt. qui porte une corde, càd conduit au moyen d’une corde (chameau) ; ὁ σειραφόρος (ἵππος) cheval attelé avec une longe à côté des deux timonniers (cf. lat. funalis equus) ; fig. compagnon, ami fidèle.
Étymologie: σειρά, φέρω.
Greek Monolingual
και ιων. τ. σειρηφόρος και σειροφόρος, -ον, Α
1. αυτός που οδηγείται με σχοινί («σειρηφόρον μὲν ἑκατέρωθεν ἔρσενα παρέλκειν [κάμηλον]», Ηρόδ.)
2. (συν. σε συνεκφορά με το ἵππος) άλογο που σύρει την άμαξα μόνο με σχοινί ή λουρί, με το οποίο είναι δεμένο πλάγια από τα δύο, συνήθως, άλογα που φέρουν τον ζυγό («σειραφόρον πῶλον», Αισχύλ.)
3. (για Πάρθο) αυτός που κρατά σχοινί με βρόχο στο ένα άκρο του.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σειρά + -φόρος].