φωτογραφία
ὑπακούσατε δεξάμεναι θυσίαν καὶ τοῖς ἱεροῖσι χαρεῖσαι → accept my sacrifice and enjoy these holy rites | hearken to our prayer, and receive the sacrifice, and be propitious to the sacred rites | hear my call, accept my sacrifice, and then rejoice in this holy offering I make
Greek Monolingual
η, Ν
1. μέθοδος αποτύπωσης, με τη χρήση του φωτός και χημικών προϊόντων, του ειδώλου ενός αντικειμένου
2. η αναπαραγωγή της εικόνας του παραχθέντος ειδώλου (α. «ασπρόμαυρη φωτογραφία» β. «έγχρωμη φωτογραφία»)
3. (με ευρεία σημ.) το σύνολο τών μεθόδων καταγραφής ηλεκτρομαγνητικών ακτινοβολιών με φωτοφυσικές ή φωτοχημικές μεθόδους, που επιτρέπουν την παραγωγή διατηρήσιμου ειδώλου
4. φρ. α) «στιγμιαία φωτογραφία» — φωτογραφία που παράγεται αυτόματα από ειδική μηχανή, λίγο χρόνο αμέσως μετά από τη φωτογράφηση
β) «υποβρύχια φωτογραφία» — φωτογραφία που λαμβάνεται, με τη βοήθεια κατάλληλων συσκευών, μέσα στο νερό
γ) «τραβώ [ή παίρνω] φωτογραφία» — φωτογραφίζω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φωτογράφος. Η λ. είναι αντιδάνεια, πρβλ. γαλλ. photographie, και μαρτυρείται από το 1871 στο Λεξικόν Ελληνογαλλικόν του Άγγ. Βλάχου].