τρίλεκτος
From LSJ
Πυλάδη, σε γὰρ δὴ πρῶτον ἀνθρώπων ἐγὼ πιστὸν νομίζω καὶ φίλον ξένον τ' ἐμοί → Pylades for indeed I consider you, foremost among men, loyal and kind and a host to me (Euripides' Electra 82-83)
English (LSJ)
ον,
A thrice said, gloss on τρίφατον, Sch.Nic.Th. 102.
German (Pape)
[Seite 1144] Erkl. von τρίφατος, Schol. Ar. Thesm. 109.
Greek (Liddell-Scott)
τρίλεκτος: -ον, ὁ τρὶς λεχθείς, Σχόλ. εἰς Νικ. Θηρ. 102 πρὸς ἑρμηνείαν τοῦ τρίφατος, ἴδε τὴν λέξιν.
Greek Monolingual
-ον, Α
αυτός που έχει λεχθεί τρεις φορές.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τρι- + λεκτός (< λέγω), πρβλ. δύσ-λεκτος].