ὑμνολόγος

From LSJ
Revision as of 12:58, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (43)

ὦ δυσπάλαιστον γῆρας, ὡς μισῶ σ' ἔχων, μισῶ δ' ὅσοι χρῄζουσιν ἐκτείνειν βίον, βρωτοῖσι καὶ ποτοῖσι καὶ μαγεύμασι παρεκτρέποντες ὀχετὸν ὥστε μὴ θανεῖν: οὓς χρῆν, ἐπειδὰν μηδὲν ὠφελῶσι γῆν, θανόντας ἔρρειν κἀκποδὼν εἶναι νέοις → Old age, resistless foe, how do I loathe your presence! Them too I loathe, whoever desire to lengthen out the span of life, seeking to turn the tide of death aside by food and drink and magic spells; those whom death should take away to leave the young their place, when they no more can benefit the world

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑμνολόγος Medium diacritics: ὑμνολόγος Low diacritics: υμνολόγος Capitals: ΥΜΝΟΛΟΓΟΣ
Transliteration A: hymnológos Transliteration B: hymnologos Transliteration C: ymnologos Beta Code: u(mnolo/gos

English (LSJ)

ον,

   A hymn-singing, ἄνδρες Supp.Epigr.7.897 (Gerasa).

German (Pape)

[Seite 1179] Hymnen dichtend, zw.

Greek (Liddell-Scott)

ὑμνολόγος: -ον, ὁ λέγων ἢ ᾄδων, ἢ συντιθεὶς ὕμνους, Διον. Ἀρεοπ. σ. 182, Ἀνδρ. Κρήτ. σ. 132, 144, κλπ.· - ἐντεῦθεν ὑμνολογέω, Σύμμ. ἐν Ψαλμ. ΝΕ΄, 11, ΞΔ΄, 9, Γρηγ. Νύσσ. τ. 3. σ. 243, Κύριλλ. Ἀλεξ. τ. 5, σ. 509Β, κλπ.· ὑμνολογίζω, Mart. Capell.· ὑμνολόγημα, τό, Ἀνδρ. Κρήτ. σελ. 144Α· ὑμνολογία, ἡ, Σύμμ. ἐν Ἰὼβ ΛΓ΄, 26. Ψαλμ., ΞΔ΄, 9, Διον. Ἀρεοπ. σ. 6, 30. 92, 96, 111, κλπ.· ὑμνολογικός, ή, όν, Ἀθανάσ. τ. 2, σ. 275, κλπ.

Greek Monolingual

ο, η / ὑμνολόγος, -ον, ΝΜΑ
αυτός που ψάλλει ή συνθέτει εκκλησιαστικούς, ιδίως, ύμνους
νεοελλ.
αυτός που απευθύνει ύμνους σε κάποιον, που εξυμνεί, που εγκωμιάζει.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὕμνος + -λόγος].