ὑπεκφέρω
Γυναιξὶ πάσαις κόσμον ἡ σιγὴ φέρει → Decus affert omni mulieri silentium → Es bringt das Schweigen Zierde einer jeden Frau
English (LSJ)
A carry out a little, ὑπεξέφερεν σάκος lifted it a little outwards, so that Teucer could take shelter under it, Il.8.268. II carry out from under, carry off, so as to be out of danger, φίλον υἱὸν ὑπεξέφερεν πολέμοιο 5.318; τυτθὸν γὰρ ὑπὲκ θανάτοιο φέρονται 15.628: generally, carry away, bear onward, ὑπέκφερον ὠκέες ἵπποι (sc. αὐτούς) Od.3.496; ἵππος ὑ. τὸν ἄνδρα Plu.Luc.17; πόδες αὐτὸν ὑπέκφερον A.R.1.1264. 2 eliminate insensibly, Ruf.Ren.Ves.3.3. III intr., ὑ. ἡμέρης ὁδῷ get on before, have the start by a day's journey, Hdt.4.125. IV endure, πόνους Lesb.Rh.2.7. V v.l. for ὑπεξέφυγεν in Il.22.202.
German (Pape)
[Seite 1186] (s. φέρω), ein wenig hinwegtragen, heben, σάκος Il. 7, 268; – darunter heraus od. heimlich wegtragen, aus einer Gefahr, τινὰ πολέμοιο, Il. 5, 318, vgl. 15, 628; – davontragen, Od. 3, 496. – Intr., ὑπεκφέρειν ἡμέρης ὁδῷ, um eine Tagereise voraneilen, im Vorsprunge sein, Her. 4, 125; Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ὑπεκφέρω: φέρω ἠρέμα ἐπὶ τὰ ἔξω, ὑπεξέφερεν σάκος, μετεκίνησεν αὐτὸ ὀλίγον πρὸ τὰ ἔξω ὥστε νὰ δυνηθῇ ὁ Τεῦκρος νὰ κρυβῇ ὄπισθεν αὐτοῦ, Ἰλ. Θ. 268· ― ἐν Χ. 202, Κῆρας ὑπεξέφερεν θανάτοιο, ἡ λέξις δυσκόλως δύναται νὰ σημαίνῃ (ὡς ὁ Heyne ἡρμήνευσεν) ἀνέβαλεν, ἐβράδυνε, καὶ ἤδη ἐγένετο δεκτὴ ἡ γραφὴ ὑπεξέφυγεν. ΙΙ. ἐξάγω, ἀπομακρύνω κρυφίως, ὥστε νὰ εἶναι ἐκτὸς κινδύνου, φίλον υἱὸν ὑπεξέφερεν πολέμοιο Ἰλ. Ε. 319· τυτθὸν γὰρ ὑπὲκ θανάτοιο φέρονται Ο. 628· καθόλου, ἀποσύρω, ἀπομακρύνω, τοῖον γὰρ ὑπέκφερον ὠκέες ἵπποι (ἐξυπακ. αὐτοὺς) Ὀδ. Γ. 496· ἵππος ὑπ. τὸν ἄνδρα Πλουτ. Λουκουλλ. 17· πόδες αὐτὸν ὑπέκφερον Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 1264. ΙΙΙ. ἀμεταβ., ὑπ. ἡμέρης ὁδῷ, προηγοῦμαι κατὰ μίαν ἡμέραν, Ἡρόδ. 4. 125, ὅπερ ἐν 4. 120 ἐκφέρεται διὰ τοῦ ἡμέρας ὁδῷ προέχειν τινός.
French (Bailly abrégé)
impf. ὑπεξέφερον, poét. ὑπεκφέρον;
I. tr. 1 porter un peu ou doucement;
2 emporter secrètement : υἱὸν ὑπ. πολέμοιο IL son fils hors du combat;
3 emporter doucement;
II. intr. se porter en avant, être en avance : ἡμέρης ὁδῷ HDT d’une journée de marche.
Étymologie: ὑπό, ἐκφέρω.
English (Autenrieth)
ipf. ὑπεξέφερον and ὑπέκφερον: bear out from under, carry away; apparently intrans., ‘bear forward,’ Od. 3.496.
Greek Monolingual
Α
1. μεταφέρω λίγο προς τα έξω
2. απομακρύνω κρυφά κάποιον ή κάτι, ώστε να είναι εκτός κινδύνου («φίλον υἱὸν ὑπεξέφερεν πολέμοιο», Ομ. Ιλ.)
3. (γενικά) αποσύρω, απομακρύνω
4. υπομένω
5. περιορίζω ανεπαίσθητα
6. (αμτβ.) προηγούμαι, προπορεύομαι («ἐντυχὼν δὲ ἐδίωκε ὑπεκφέροντας ἡμέρης ὁδῷ», Ηρόδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)- + ἐκφέρω «φέρνω προς τα έξω, εξάγω»].