Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

χαμηλόφωνος

From LSJ
Revision as of 13:01, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (46)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Ὀργῆς χάριν τὰ κρυπτὰ μὴ ἐκφάνῃς φίλου → Arcana amici ne per iram prodito → Geheimnisse des Freunds verrate nicht im Zorn

Menander, Monostichoi, 418

Greek Monolingual

-η, -ο, Ν
1. (για πρόσ.) αυτός που έχει σιγανή φωνή
2. μτφ. αυτός που λέγεται ή εκτελείται με χαμηλή φωνή, σε χαμηλό τόνο.
επίρρ...
χαμηλοφώνως και χαμηλόφωνα Ν
σιγανά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χαμηλός + -φωνος (< φωνή), πρβλ. μεγαλό-φωνος. Το επίρρ., στον λόγιο τ. χαμηλοφώνως, μαρτυρείται από το 1866 στον Κ. Ι. Παπάζογλου].