αίθοψ

From LSJ
Revision as of 09:00, 23 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")

τῶν δ᾽ ὀρθουμένων σῴζει τὰ πολλὰ σώμαθ᾽ ἡ πειθαρχία → But of those who make it through, following orders is what saves most of their lives (Sophocles, Antigone 675f.)

Source

Greek Monolingual

αἶθοψ (-οπος), ο, η (Α)
1. ο όμοιος με φωτιά, πυρώδης, πύρινος
2. (για μέταλλα) αστραφτερός, λαμπερός
3. (για κρασί) σπινθηροβόλος ή αφρώδης
4. (για καπνό) ο ανάμικτος με φλόγες
5. σκοτεινός, σκούρος
6. ορμητικός, βίαιος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αἴθω ή αἰθὸς + -οψ < ὄψ «όψη», άρα αἶθοψ = «αυτός που έχει πύρινη όψη, που μοιάζει με φωτιά» (πρβλ. και Αἰθ-ίοψ, oἶν-οψ, επίθ. της θάλασσας)
η λ. αἶθοψ απαντά συνήθως μόνο σε αιτιατ. και δοτ. ενικού].