ἄλοξ

From LSJ
Revision as of 17:48, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (2)

ἑλλέβορον ἤδη πώποτ' ἔπιες → did you ever drink hellebore at any point, did you ever drink hellebore, have you ever taken medication for mental illness, are you mad, you are mad, what are you on

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἄλοξ Medium diacritics: ἄλοξ Low diacritics: άλοξ Capitals: ΑΛΟΞ
Transliteration A: álox Transliteration B: alox Transliteration C: aloks Beta Code: a)/loc

English (LSJ)

οκος, ἡ,

   A = αὖλαξ (q.v.).

German (Pape)

[Seite 109] οκος, ἡ (von ἕλκω, vgl. αὖλαξ, ὦλξ), die Furche, Aesch. Ag. 987; Ar. Av. 234; dah. die Ritze, Wunde, ὄνυχος ἄλοκι νεοτόμῳ Aesch. Ch. 25; δορὸς ταχεῖα ἄλ. Eur. Herc. Fur. 161; βαθεῖα τραύματος ἄλ. Rhes. 790; ἄλοκα τέμνειν, von der Meerfahrt, Arion. 17. Bei den Trag. übertr. auf das Ehebett, gleichsam das Saatfeld des Menschengeschlechts, πατρῷαι ἄλοκες, des Vaters Ehebett, Soph. O. R. 1211; τέκνων ἄλοκα σπείρειν, Kinder zeugen, Eur. Phoen. 18. Auf den Geist übertr. sagt Aesch. βαθεῖαν ἄλοκα διὰ φρενὸς καρπούμενος Sept. 575.

Greek (Liddell-Scott)

ἄλοξ: οκος, ἡ, = αὖλαξ, ὃ ἴδε.

French (Bailly abrégé)

οκος (ἡ) :
1 sillon d’un champ ; champ ensemencé;
2 fig. sein fécondé ; semence qui féconde le sein de la mère;
3 sillon d’une égratignure.
Étymologie: R. Ἐλκ faire une traînée ; cf. ἕλκος, lat. sulcus.

Spanish (DGE)

v. αὖλαξ.

Greek Monolingual

ἄλοξ (-οκος), η (Α) (ομηρικός τύπος σε αιτιατική ενικού που απαντά και σε πληθυντικό ὦλκα, ὦλκας από άχρηστη ονομαστική ὦλξ)
1. το αυλάκι που σχηματίζει το αλέτρι
2. τραύμα που προκαλείται από νυχιά, γρατζούνισμα
3. το αυλάκι που σχηματίζει στη θάλασσα το πλοίο που ταξιδεύει
4. (στην ποιητ. γλώσσα) η συζυγική κλίνη που εννοείται μτφ. ως αγρός του ανθρώπινου είδους.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολογίας. Παράλληλος τ. της λ. αὖλαξ που μαρτυρείται στους τραγικούς και στον Αριστοφάνη. Συνήθως ο τ. ερμηνεύεται ως προϊόν μεταθέσεως από τη ρίζα ἀολκ- που απαντά στον ομηρ. τ. αιτ. ὦλκα (< -Fολκα) «αύλακα» — βλ. και λ. αὖλαξ.
ΠΑΡ. αρχ. ἀλοκίζω.

Greek Monotonic

ἄλοξ: -οκος, ἡ = αὖλαξ.